Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • τσέρκι τσέρ-κι ουσ. (ουδ.) (λαϊκό) 1. στεφάνη βαρελιού και γενικότ. δακτύλιος που περιβάλλει αντικείμενα με κυκλική περιφέρεια· κατ' επέκτ. μεταλλικός ή πλαστικός ιμάντας για τη σύνδεση ή συγκράτηση αντικειμένων: ~ια πολυεστερικά. ~ια συσκευασίας/για οικοδομές. Πβ. στεφάνι. 2. ΖΑΧΑΡ. είδος ταψιού· ειδικότ. βάση για το φορμάρισμα μείγματος κατά τη διαδικασία παρασκευής γλυκού: ~ τετράγωνο/στρογγυλό ανοξείδωτο. ~ ζαχαροπλαστικής. Στρώνουμε την πάστα φλόρα σ' ένα ~. 3. ΛΑΟΓΡ. παιδικό παιχνίδι στο οποίο οι παίκτες κυλούσαν ένα μεταλλικό ή ξύλινο στεφάνι, σπρώχνοντάς το με μια βέργα· νικητής ανακηρυσσόταν ο παίκτης που θα έφτανε πρώτος στο προκαθορισμένο σημείο. [< ιταλ. cerchio]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.