τσιπουρομεζές τσι-που-ρο-με-ζές ουσ. (αρσ.) (προφ.): μεζές που συνοδεύει το τσίπουρο. Βλ. -ές, κρασο-, ουζο-μεζές
-ές
-ές {-έδες}: κατάληξη για τον σχηματισμό αρσενικών ουσιαστικών από δάνειες κυρ. λέξεις: αμαν~/βαλ~/καναπ~/καφ~/μεζ~/μενεξ~/μιναρ~/μπαξ~/μπερ~/ναργιλ~/τενεκ~/φιδ~/φραπ~.
κρασο-
κρασο- & κρασ-: α' συνθετικό ουσιαστικών που αναφέρονται στο κρασί: κρασο-βάρελο/~πότηρο. ~στάφυλο. ~κούλουρα. Κρασο-κατάνυξη.|| (ως χαρακτηρισμός, χιουμορ.) Κρασο-κανάτα/~πατέρας.|| Κρασ-άδικο.
ούζο
ούζο [οὖζο] ού-ζο ουσ. (ουδ.): ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. δυνατό, οινοπνευματώδες ποτό ελληνικής προέλευσης που αποτελεί το απόσταγμα της ζύμωσης στεμφύλων ή βιομηχανικό μείγμα αλκοόλης με νερό και στο οποίο προστίθενται αρωματικές ουσίες, κυρ. γλυκάνισο: γλυκόπιοτο/ντόπιο/ονομαστό/παραδοσιακό ~. ~ μαστίχας. ~ σκέτο ή με πάγο. ~ αραιωμένο με νερό. Ένα καραφάκι/μπουκάλι ~ (: με ~). Μεζέδες (= ουζομεζέδες)/ποικιλία ~ου (: συνοδευτικά). Λικέρ ~ου. (προφ.) Βάλε μου ένα ~ (ενν. ποτήρι). Πάμε για ~α; Βλ. απεριτίφ.|| (ΜΑΓΕΙΡ.-ΖΑΧΑΡ.) Σάλτσα ~ου. Γαρίδες σβησμένες με ~. Κουλουράκια ~ου. ● Υποκ.: ουζάκι (το) [< τουρκ. öz 'χυμός, απόσταγμα'· πβ. αγγλ. ouzo, 1897, γαλλ. ~, 1937, αγγλ. ~, 1935, ιταλ. ~, 1986, γερμ. Ouzo, τουρκ. uzo]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.