Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 2 εγγραφές  [0-2]


  • τσίρος τσί-ρος ουσ. (αρσ.) 1. ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. λιαστό σκουμπρί ή σπανιότ. κολιός, που σερβίρεται ως μεζές: ~ μαρινάτος/(ψητός) στα κάρβουνα. Παρήγγειλε ούζο με ~ο. 2. (μτφ.-προφ.) υπερβολικά αδύνατος, κάτισχνος, λιπόσαρκος άνθρωπος. Πβ. τσίχλα2. [< μεσν. τσίρος]
  • τσιροσαλάτα τσι-ρο-σα-λά-τα ουσ. (θηλ.): σαλάτα με λεπτές φέτες τσίρου και συνήθ. φρέσκο ψιλοκομμένο άνηθο σε λαδόξιδο, που σερβίρεται ως ορεκτικό. Βλ. -σαλάτα.

-σαλάτα

-σαλάτα: επίθημα για τον σχηματισμό ουσιαστικών με αναφορά στη σαλάτα: αβγο~/αγγουρο~/αχινο~/γαριδο~/ζαμπονο~/καβουρο~/καππαρο~/καροτο~/κοτο~/λαχανο~/μακαρονο~/μαρουλο~/μελιτζανο~/ντοματο~/παντζαρο~/πατατο~/ρεβιθο~/σπανακο~/ταραμο~/τονο~/τυρο~/φακο~/χαβιαρο~/χορτο~.|| Φρουτο~.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.