Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 23 εγγραφές  [0-20]


  • τσακ ουσ. (ουδ.) {άκλ.} (προφ.): για να δηλωθεί απρόσμενος ήχος ή στιγμιαίος θόρυβος: Έκανε ένα ~ κι η οθόνη έκλεισε. Με ένα ~ (: με μια κίνηση) πέρασε απέναντι. Πβ. τσουπ. ● ΦΡ.: στο τσακ μπαμ & τσακ μπαμ: χωρίς χρονοτριβή: Έλυσε την άσκηση ~ ~. Πβ. αμέσως., στο τσακ/στο τσαφ & πάνω στο τσακ: την τελευταία και κρίσιμη ώρα: Έφτασαν/ήρθαν/πρόλαβαν ~ ~. ~ ~ τη γλιτώσαμε (= παρά τρίχα)! Είμαι ~ ~ (: έτοιμος) να φύγω! ΣΥΝ. (στο) παρά πέντε, στο νήμα, την τελευταία στιγμή [< λ. ηχομιμητ.]
  • τσάκα τσά-κα ουσ. (θηλ.) (λαϊκό): τσάκιση ρούχου και ιδ. παντελονιού.
  • τσάκα τσούκα τσά-κα τσού-κα ουσ. (ουδ.) {άκλ.} & τσακ τσουκ: επαναλαμβανόμενος και ενοχλητικός ήχος: Ακούγεται ένα ~ στο τιμόνι. ΣΥΝ. τσικ τσικ [< λ. ηχομιμητ.]
  • τσάκα-τσάκα τσά-κα επίρρ. & τσάκα τσάκα (προφ.): με μεγάλη ταχύτητα ή γρήγορα, σβέλτα: Θα σας μαγειρέψω κάτι ~. Ήρθε ~. ΣΥΝ. τάκα-τάκα (1) ΑΝΤ. τσούκου-τσούκου ● ΦΡ.: στο τσάκα-τσάκα: αμέσως: Έφτιαξε τη βλάβη ~ ~. ΣΥΝ. στο άψε σβήσε, στο πιτς-φιτίλι
  • τσακάλι τσα-κά-λι ουσ. (ουδ.) 1. ΖΩΟΛ. άγριο νυκτόβιο σαρκοβόρο θηλαστικό (επιστ. ονομασ. Canis aureus), συγγενές με τον λύκο και το κογιότ, που έχει γκριζοκίτρινο τρίχωμα με μελανές αποχρώσεις κατά μήκος της ράχης, λεπτά και ψηλά πόδια, μυτερά και όρθια αυτιά, φουντωτή κοκκινωπή ουρά και τρέφεται κυρ. με ποντικούς και ψοφίμια. 2. (μτφ.-προφ., για πρόσ.) πανέξυπνος και ικανός: Πού το είδες/κατάλαβες, ρε ~; Είναι ~ (= αστέρι, ατσίδας, κορυφή, ξεφτέρι) στα κομπιούτερ. Πβ. επιτήδειος, καπάτσος, τζιμάνι. ΣΥΝ. γάτα (2), τσάκαλος ● Υποκ.: τσακαλάκι (το): κυρ. στη σημ. 2. [< τουρκ. çakal]
  • τσάκαλος τσά-κα-λος ουσ. (αρσ.) (προφ., για πρόσ.): τσακάλι: Μπράβο ~οι, τα καταφέρατε!
  • τσακίδια τσα-κί-δια ουσ. (ουδ.) (τα): μόνο στη ● ΦΡ.: στα τσακίδια (υβριστ.): ως έκφραση αναθεματισμού, αγανάκτησης, οργής ή όταν θέλουμε να ξεφορτωθούμε κάποιον: (ως κατάρα:) Άι/άντε ~ ~ (= γκρεμοτσακίσου, ξεκουμπίδια, χάσου)! Να πάει ~ ~ (= στον αγύριστο, στον διάολο) και να μη με ενοχλήσει ξανά!
  • τσακίζω τσα-κί-ζω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {τσάκι-σα, τσακί-σει, -στηκα, -στεί, -σμένος, τσακίζ-οντας} (προφ.) 1. σπάω, συντρίβω: Ο άνεμος ~σε τα κλαδιά. Η καταιγίδα ~σε το δέντρο/το μικρό πλοίο. Το αεροπλάνο ~στηκε στην πλαγιά του βουνού. ~σμένο: καράβι.|| ~σε το πόδι της πάνω σε κάτι σιδερόβεργες (= τραυματίστηκε, χτύπησε άσχημα). Του ~σε τα πλευρά (πβ. ξυλοφορτώνω).|| (μτφ.) ~ τον αντίπαλο (= νικώ). ~ την εξέγερση (= εξουδετερώνω, καταπνίγω). 2. (μτφ.) ταλαιπωρώ, καταβάλλω, καταπονώ: Η κούραση του ~ει (= σπάει) τα νεύρα/την ψυχολογία. Τους έχει ~σει το άγχος/η ακρίβεια/ο πόλεμος. Τον ~σε η αρρώστια/η μοναξιά/η στεναχώρια/η φυλακή. ~σμένος: εγωισμός. ~σμένη: ελπίδα. ~σμένο: όνειρο.|| ~σε η καρδιά μου (: έγινε χίλια κομμάτια). ~σε από την ανέχεια (= γέρασε). ~σμένο: πρόσωπο (= γερασμένο). 3. διπλώνω: ~ τις άκρες της κόλλας. ~σε τη σελίδα στα δύο/στη μέση. 4. (μτφ.) καταβροχθίζω: Τα ~σε τα παϊδάκια. ~σε το κουτί με τα σοκολατάκια. Πβ. του δίνω και καταλαβαίνει. ● Παθ.: τσακίζομαι (μτφ.): δείχνω μεγάλο ζήλο, σκοτώνομαι: ~στηκε να τους εξυπηρετήσει/να φέρει την παραγγελία. ~στηκε να γυρίσει στο σπίτι γρήγορα.|| (απειλητ.) Πες του να ~στεί να έρθει εδώ. ~σου κι έλα δω/και φύγε (= χάσου)! Πβ. γκρεμο~. ● ΦΡ.: η γλώσσα κόκαλα δεν έχει και κόκαλα τσακίζει βλ. γλώσσα, σπάει/τσακίζει κόκαλα βλ. κόκαλο, σπάω/σαπίζω/τσακίζω/μαυρίζω/σακατεύω/ρημάζω/λιανίζω κάποιον στο ξύλο βλ. ξύλο [< μεσν. τσακίζω]
  • τσακίρ τσα-κίρ ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: μόνο στη ● ΦΡ.: τσακίρ κέφι (προφ.): κορύφωση του κεφιού, συνήθ. κατά τη διάρκεια διασκέδασης: Το γλέντι είχε φτάσει στο ~ ~! Ήταν/ήρθαν στο ~ ~. Πβ. σε μεγάλα/τρελά κέφια. [< τουρκ. çakιrkeyf]
  • τσακίρικος , η, ο τσα-κί-ρι-κος επίθ. (λαϊκό) 1. (για μάτια) που έχουν γκριζοπράσινο, γαλανό χρώμα. 2. (μτφ.) σαγηνευτικός: ~ο: βλέμμα (: γοητευτικό, ελκυστικό, σαν μαγνήτης).
  • τσάκιση τσά-κι-ση ουσ. (θηλ.): πτύχωση υφάσματος και η γραμμή που δημιουργείται στο σημείο που αυτό διπλώνει: ~ίσεις στο μανίκι (= ζάρες).|| Παντελόνι με ~. Έκανε καλή ~ (: στο σιδέρωμα). Ρούχα χωρίς ~. ΣΥΝ. πτυχή (1), τσάκα, τσάκισμα (5)
  • τσάκισμα τσά-κι-σμα ουσ. (ουδ.) 1. σπάσιμο: ~ των κλαδιών/των φύλλων.|| (μτφ.) ~ του ηθικού. 2. (μτφ.) συντριβή: ~ των εχθρών (= κατατρόπωση). Το ~ κάθε αντίστασης/του κινήματος (πβ. εξουδετέρωση, κατάπνιξη, καταστολή). 3. (μτφ.-προφ.) καταβολή, καταπόνηση: ~ του οργανισμού. 4. δίπλωμα: ~ του χαρτιού. 5. τσάκιση: ~ παντελονιού/υφάσματος. 6. ΜΟΥΣ. (λαϊκό) γύρισμα, ρεφρέν. Πβ. επωδός.|| (ειδικότ.) ~ της φωνής (= λύγισμα).τσακίσματα (τα) 1. λίκνισμα του σώματος στον χορό: ~ της μέσης. Χαριτωμένα ~. 2. καμώματα, πείσματα: Του κάνει ~ (= νάζια, σκέρτσα, τσαλίμια). [< μεσν. τσάκισμα]
  • τσακιστά τσα-κι-στά επίρρ. (λαϊκό): ΜΟΥΣ. με τσακίσματα: κομμάτι τραγουδισμένο ~.
  • τσακιστός , ή, ό τσα-κι-στός επίθ. (προφ.) για κάτι 1. που το έχουν κοπανίσει: ~ές: ελιές. Πβ. κοπανισμένος. 2. που το έχουν διπλώσει, που έχει τσάκιση: πουκάμισο με ~ό γιακά. ● ΦΡ.: δεκάρα/πεντάρα τσακιστή & δεκαράκι τσακιστό (προφ.): μηδενικό χρηματικό ποσό: Δεν άφησαν/δεν τους έχει δώσει/δεν πήρανε ~ ~. Δεν έχω δεκάρα ~ (= δεν έχω καθόλου λεφτά). Δεν τους έχει μείνει ~ ~ (= είναι απένταροι, πανί με πανί).|| (μτφ.) Δεν αξίζει ~ ~ (= δεν έχει καμιά αξία). Δεν δίνω ~ ~ (= δεν με νοιάζει καθόλου).
  • τσακμάκι τσακ-μά-κι ουσ. (ουδ.) (λαϊκό) 1. (μτφ.) πανέξυπνος: Πρέπει να είσαι ~, για να τα βγάλεις πέρα! Πβ. σπίρτο. 2. (παλαιότ.) συσκευή τσέπης, που μοιάζει με τον σύγχρονο αναπτήρα, με φιτίλι και κομμάτι χάλυβα που τρίβεται σε πυριτόλιθο και βγάζει σπίθες. [< τουρκ. çakmak]
  • τσακμακόπετρα τσακ-μα-κό-πε-τρα ουσ. (θηλ.) (λαϊκό): πέτρωμα που βγάζει σπίθες μέσω της τριβής του με σκληρό αντικείμενο· ειδικότ. η πέτρα του τσακμακιού: αιχμηρή ~. Πβ. στουρνάρι. ΣΥΝ. πυριτόλιθος
  • τσάκρα τσά-κρα ουσ. (ουδ.) {άκλ. κ. πληθ. -ς}: ΦΙΛΟΣ. καθένα από τα επτά ενεργειακά κέντρα του ανθρώπινου σώματος, σύμφωνα με την αρχαία ινδική φιλοσοφία, τα οποία είναι υπεύθυνα για τη διοχέτευση της ενέργειας σε αυτό και γενικότ. για την ομαλή λειτουργία του οργανισμού. Βλ. γιόγκα. [< αγγλ. chakra, γαλλ. ~, 1988]
  • τσάκωμα τσά-κω-μα ουσ. (ουδ.) {τσακώμ-ατα} (προφ.) 1. πιάσιμο. Πβ. παγίδευση, σύλληψη. 2. {συνήθ. στον πληθ.} τσακωμός: διαφωνίες και ~ατα (= καβγάδες). Πβ. φαγωμάρα, φασαρία. ΑΝΤ. φίλιωμα
  • τσακωμός τσα-κω-μός ουσ. (αρσ.) (προφ.): αντιπαράθεση σε οξείς τόνους που μπορεί να οδηγήσει σε διακοπή των επαφών των εμπλεκομένων: άγριος/φραστικός ~. Αιτία ~ού. Έτοιμοι για ~ό. Φουντώνει ο/έπεσε ~. Η κουβέντα κατέληξε σε ~ό. Είχε μεγάλο ~ό με τους φίλους του. Πβ. άρπαγμα, διαπληκτισμός, λογομαχία, φιλονικία. ΣΥΝ. καβγάς, μάλωμα, τσάκωμα (2) ΑΝΤ. μόνοιασμα
  • τσακώνικος , η, ο τσα-κώ-νι-κος επίθ. & (επίσ.) τσακωνικός, ή, ό: που σχετίζεται με την Τσακωνιά ή/και τους Τσάκωνες/Τσάκονες: ~η: μελιτζάνα/φορεσιά.|| (ως ουσ.) Ο ~ (: ενν. παραδοσιακός χορός). ● Ουσ.: Τσακώνικα (τα) & (επίσ.) Τσακωνική (η): ενν. διάλεκτος.

γιόγκα

γιόγκα γιό-γκα ουσ. (θηλ.): ινδικό φιλοσοφικό σύστημα που στοχεύει στην απελευθέρωση της ψυχής από το σώμα και στην ένωσή της με το απόλυτο μέσα από μια σειρά πνευματικών και σωματικών πρακτικών· οι αντίστοιχες ασκήσεις: Κάνω ~. Βλ. ασάνα, αυτοσυγκέντρωση, διαλογισμός. [< γαλλ.-αγγλ. yoga]

γλώσσα

γλώσσα [γλῶσσα] γλώσ-σα ουσ. (θηλ.) {-ας (λόγ.) -ης | -ες, -ών} 1. ΓΛΩΣΣ. φωνητικο-ακουστικό σύστημα συμβατικών σημείων μιας κοινότητας ανθρώπων για τη διατύπωση ή ανταλλαγή σκέψεων και πληροφοριών, καθώς και για την παγίωση και μετάδοση από γενιά σε γενιά εμπειρίας και γνώσης, το οποίο βασίζεται σε νοητικές διαδικασίες, καθορίζεται κοινωνικά και υπόκειται στην ιστορική εξέλιξη: αγγλική/αρχαία/βοηθητική/δημοτική/διεθνής/εθνική/ελληνική/μεσαιωνική/τοπική ~. Διάλεκτοι/ιδιωματισμοί/λέξεις (βλ. λεξιλόγιο)/μονάδες (βλ. φώνημα, μόρφημα)/μορφολογία (βλ. γραμματική) της ~ας. Ιστορία/προέλευση/σύνταξη μιας ~ας. Ανάλυση/γνώση/διδακτική/κακοποίηση/κωδικοποίηση/περιγραφή/προστασία/τυποποίηση (βλ. νόρμα)/χρήση της ~ας. Αδελφές/άκλιτες/ανάμικτες (βλ. κρεολή, λίνγκουα φράνκα, πίτζιν)/ασθενείς/ειδικές/ισχυρές/κλασικές/κλιτές/μειονοτικές/ξένες/συγγενικές/τονικές (βλ. κινέζικα) ~ες. Εργαστήριο/τυπολογία ~ών. Επαφή των ~ών. Διδάσκω μια ~. Λεξικό της ...~ας. Διδασκαλία της Νέας Ελληνικής ως ξένης ~ας. Μεταγραφή σε μια ~ (βλ. γκρίκλις). Μεταφράζω από μια ~ προς/σε μια άλλη. Μιλώ δύο/πολλές ~ες (βλ. δί-, πολύ-γλωσσος, γλωσσομάθεια). Βλ. λόγος, μεταγλώσσα, (συν)ομιλία, πρωτόγλωσσα.|| (με κεφαλ. Γ, το αντίστοιχο μάθημα) Η ~ της Γ' τάξης. 2. (ειδικότ.) ο προφορικός ή γραπτός λόγος, ο τρόπος έκφρασης ενός ατόμου, μιας ηλικιακής, κοινωνικής ή επαγγελματικής ομάδας, μιας επιστήμης ή εποχής: ανεπίσημη/απλή/αρχαΐζουσα/δημώδης/δόκιμη/ειδική (βλ. ζαργκόν)/επίσημη/επιστημονική/ιδιωματική/καθημερινή/καλλιεργημένη/κοινή/λαϊκή/λόγια/ομιλούμενη/παιδική/ποιητική/πρότυπη/σύγχρονη/τεχνική ~. ~ διδασκαλίας/επικοινωνίας/εργασίας. Η ~ του διαδικτύου/της διαφήμισης/του Δικαίου/των ειδήσεων/της λογοτεχνίας/της μετάφρασης/των ΜΜΕ/των νέων (βλ. κοινωνιόλεκτος)/της πιάτσας (βλ. αργκό)/ενός ποιητή (βλ. ιδιόλεκτος, στιλ, ύφος)/των πολιτικών/της τεχνολογίας. Ανεπαρκές/ικανοποιητικό επίπεδο ~ας. Η μουσικότητα της ~ας. Γράφω/διαβάζω/εκφράζομαι/επικοινωνώ/λέω κάτι σε μια ~. ~ και γραμματεία/ιδεολογία/κοινωνία/πολιτισμός/φύλο.|| Αγοραία/ανεπιτήδευτη/αυστηρή/αφηρημένη/βρόμικη/γλαφυρή/κατανοητή/κομψή/κυνική/κυριολεκτική/μεταφορική/περίτεχνη/πικρή/πλούσια/πρόστυχη/ρέουσα/σεξιστική/στρυφνή/στρωτή/συμβολική (: αλληγορική)/σύνθετη/χυδαία (βλ. λέξη ταμπού)/ωμή ~. Χρησιμοποίησε σκληρή ~. Έχει φαρμακερή ~ (: είναι φαρμακόγλωσσος). Βλ. βρομόγλωσσα.|| (μτφ.) Τρέχει η ~ του νεράκι (: μιλά με ευχέρεια). Βλ. διατύπωση. 3. ευκίνητο μακρόστενο μυώδες όργανο στη στοματική κοιλότητα και συνεκδ. οτιδήποτε έχει το συγκεκριμένο σχήμα: η διχαλωτή ~ του φιδιού. Η τραχιά ~ της γάτας. (ΜΑΓΕΙΡ.) Αρνίσια/βοδινή ~.|| Άσπρη/ροδαλή ~. Ο βλεννογόνος/οι θηλές/η κορυφή/η ρίζα/ο χαλινός της ~ας. Η ~ ως όργανο της γεύσης/της ομιλίας (βλ. αρθρωτής). Ξεράθηκε/στέγνωσε η ~ μου. Δάγκωσα/έκαψα τη ~μου. Πλαταγίζω τη ~ μου. Γλείφω με τη ~.|| Η ~ της καμπάνας/της κλειδαριάς (βλ. γλωσσίδι)/του κουδουνιού/του παπουτσιού. ~ες γης/στεριάς (βλ. λωρίδα, μύτη)/φωτιάς (βλ. φλόγα). 4. (μτφ.) μη λεκτικός τρόπος έκφρασης ή/και επικοινωνίας: η ~ της αγάπης/της αλήθειας/των αριθμών/της βίας/της εξουσίας/της ζωγραφικής/της καρδιάς/του κινηματογράφου/της λογικής/των λουλουδιών/των ματιών/της μουσικής/του χορού/του χρήματος/των χρωμάτων. Η ~ των ζώων/των μελισσών/των πουλιών.|| Η ~ του σώματος. Βλ. παρα~.|| ~ (των) σφυριγμάτων.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ες υπολογιστή. ~ HTML. Βλ. ψευδο~. 5. ΙΧΘΥΟΛ. θαλάσσιο ψάρι (οικογ. Soleidae) με ωοειδές πλατύ σώμα, λευκή εύγευστη σάρκα και μικρά, σκληρά λέπια: ~ καπνιστή. Φιλέτα ~ας. Βλ. ιππόγλωσσα. 6. ΦΙΛΟΛ. (σπανιότ.) απαρχαιωμένη ή άγνωστη λέξη ή έκφραση που χρειάζεται ερμηνεία (γλῶττα). ● Υποκ.: γλωσσίτσα (η) & γλωσσούλα (η) & γλωσσάκι (το): Βγάζει τη ~ του.|| (μτφ.-αρνητ. συνυποδ.) Έχει κοφτερή ~! (: είναι ετοιμόλογος, καυστικός). ● Μεγεθ.: γλωσσάρα (η): (προφ.) Ο σκύλος τους έχει μία ~ να!|| (μτφ.-αρνητ. συνυποδ.) Έχει μια ~ ίσαμε το μπόι του! (: είναι πολύ αναιδής). ● ΣΥΜΠΛ.: γλώσσα μηχανής: ΠΛΗΡΟΦ. γλώσσα δυαδικών εντολών που είναι άμεσα εκτελέσιμες από τον επεξεργαστή: μετάφραση προγράμματος σε ~ ~. Βλ. κωδικοποίηση, συμβολική γλώσσα. [< αγγλ. machine language, 1971] , γλώσσα προγραμματισμού: ΠΛΗΡΟΦ. τυπικό σύστημα συμβόλων που χρησιμοποιείται για την επικοινωνία του ανθρώπου με τον ηλεκτρονικό υπολογιστή: συναρτησιακές ~ες ~. ~ες ~ υψηλού/χαμηλού επιπέδου. [< αγγλ. programming language, 1959] , δεύτερη γλώσσα: ΓΛΩΣΣ. αυτή που μαθαίνεται και χρησιμοποιείται από μη μητρικούς ομιλητές: η Ελληνική ως ~ ~. Βλ. μητρική/πρώτη γλώσσα., Ευρωπαϊκή Ημέρα Γλωσσών: η 26η Σεπτεμβρίου που καθιερώθηκε με αφορμή το Ευρωπαϊκό Έτος Γλωσσών (2001), προκειμένου να αντιληφθεί ο κόσμος τη σημασία της διά βίου εκμάθησης γλωσσών και να συνειδητοποιήσει τη γλωσσική πολυμορφία της Ευρώπης. [< αγγλ. European Day of Languages] , ζωντανή γλώσσα 1. που έχει φυσικούς ομιλητές, που ομιλείται σε συγχρονικό επίπεδο: ~ές και νεκρές γλώσσες.|| Η ~ ~ του λαού (: η δημοτική σε αντιδιαστολή με την καθαρεύουσα). 2. έντονο, ζωηρό ύφος. [< γαλλ. langue vivante] , η γλώσσα της σιωπής (μτφ.): μη λεκτικός τρόπος επικοινωνίας με τον οποίο μπορεί να δηλωθεί συγκατάβαση, συγκατάθεση, θαυμασμός, σεβασμός ή περιφρόνηση: Απάντησε με τη ~ ~ (πβ. η σιωπή μου προς απάντησή σου). [< αγγλ. the language of silence] , κανονική γλώσσα: ΠΛΗΡΟΦ. γλώσσα παραγόμενη από μια κανονική γραμματική: ~ ~ προγραμματισμού. [< αγγλ. regular language] , μητρική/πρώτη γλώσσα: ΓΛΩΣΣ. ο πρώτος γλωσσικός κώδικας που κατακτά το παιδί. Βλ. δεύτερη γλώσσα. [< γαλλ. langue maternelle/première] , νεκρή γλώσσα: που δεν μιλιέται πια. Βλ. γλωσσικός θάνατος. ΑΝΤ. ζωντανή γλώσσα (1) [< γαλλ. langue morte] , ξύλινη γλώσσα: άκαμπτη, τυποποιημένη, δογματική γλώσσα, συνήθ. της πολιτικής προπαγάνδας: η ~ ~ της γραφειοκρατίας/των κομμάτων/των πολιτικών. Βλ. κλισέ. [< γαλλ. langue de bois] , πύρινη γλώσσα 1. {συνηθέστ. στον πληθ.} φλόγα: ~ες ~ες έκαψαν χιλιάδες στρέμματα δάσους.|| (ειδικότ. ΘΕΟΛ., συμβολισμός του χαρίσματος που δέχθηκαν οι Απόστολοι από το Άγιο Πνεύμα την ημέρα της Πεντηκοστής, πβ. γλωσσολαλιά). 2. (μτφ.) ύφος, λόγος γεμάτος ένταση και πάθος: ρήτορες με ~ ~. Χρησιμοποίησε ~ ~ (: εξαπέλυσε μύδρους) κατά ..., τυπική γλώσσα 1. (στη μαθηματική Λογική και στην Πληροφ.) σύνολο από σειρές χαρακτήρων που ανήκουν σε ένα πεπερασμένο σύστημα στοιχείων (αλφάβητο): ~ ~ αναπαράστασης. Η γλώσσα προγραμματισμού είναι μία ~ ~. Βλ. αυτόματο, τυπική γραμματική. 2. συμβατικός, επιτηδευμένος τρόπος έκφρασης: η ~ ~ των δημοσίων εγγράφων/του σχολείου. [< αγγλ. formal language] , αναλυτικές γλώσσες βλ. αναλυτικός, απομονωμένη γλώσσα βλ. απομονωμένος, απομονωτικές γλώσσες βλ. απομονωτικός, γερμανικές γλώσσες βλ. γερμανικός, γλώσσα σήμανσης βλ. σήμανση, επίσημη γλώσσα βλ. επίσημος, Ευρωπαϊκό Πορτφόλιο/Χαρτοφυλάκιο Γλωσσών βλ. πορτφόλιο, ινδοευρωπαϊκές γλώσσες βλ. ινδοευρωπαϊκός, μητέρα γλώσσα βλ. μητέρα, νοηματική γλώσσα βλ. νοηματικός, νόσος της κυανής γλώσσας βλ. νόσος, οικογένεια γλωσσών/γλωσσική οικογένεια βλ. οικογένεια, πολυσυνθετική γλώσσα βλ. πολυσυνθετικός, ρομανικές/λατινογενείς/νεολατινικές γλώσσες βλ. ρομανικός, συγκολλητικές γλώσσες βλ. συγκολλητικός, συμβολική γλώσσα βλ. συμβολικός, συμπεριληπτική γλώσσα βλ. συμπεριληπτικός, συνθετικές γλώσσες βλ. συνθετικός, συνθηματική γλώσσα βλ. συνθηματικός, τεχνητή γλώσσα βλ. τεχνητός, τριχωτή γλώσσα βλ. τριχωτός, φυσική γλώσσα βλ. φυσικός ● ΦΡ.: βάζω χαλινάρι στη γλώσσα μου (μτφ.-προφ.): προσέχω ή μετριάζω τα λόγια μου., βγάζει γλώσσα (μτφ.-προφ.): μιλά προσβλητικά, με αναίδεια, αυθαδιάζει: Τολμάει και ~ ~; Για δες το μικρό, έβγαλε ~! Πβ. αντιμιλώ., βγάζω τη γλώσσα (σε κάποιον/κάτι): δείχνω τη γλώσσα μου σε κάποιον και κατ' επέκτ. κοροϊδεύω, περιφρονώ: Μου έβγαλε ~ ~ και χαμογέλασε αυτάρεσκα., γλώσσα-πηγή/γλώσσα-στόχος & γλώσσα αφετηρίας/γλώσσα αφίξεως: αυτή που μεταφράζεται και αυτή στην οποία καταλήγει η μετάφραση: Mεταφορά κειμένου από τη ~-πηγή στη ~-στόχο.|| (ΠΑΙΔΑΓ.) Διδασκαλία στη ~-στόχο. [< αγγλ. source language/target language, 1953] , δεν (το) πάει η γλώσσα μου (προφ.): διστάζω να μιλήσω από σεβασμό, ντροπή ή φόβο μήπως γίνω δυσάρεστος: ~ ~ να την κατηγορήσω. Έχω πολλά να πω, αλλά ~ ~., δεν βάζει γλώσσα μέσα (του) (προφ.): μιλάει αδιάκοπα, φλυαρεί: Δεν έβαζε ~ ~, λες κι είχε φάει γλιστρίδα., δένεται η γλώσσα μου (κόμπος) (μτφ.): δυσκολεύομαι να μιλήσω: Μου δέθηκε η ~ από την αγωνία. Ξαφνιάστηκε τόσο, που του δέθηκε η ~ του κόμπος και δεν είπε λέξη., έγινε η γλώσσα μου τσαρούχι/παπούτσι (μτφ.-προφ.): στέγνωσε (συνήθ. από τη δίψα)., έχει μεγάλη γλώσσα (προφ.-μτφ.) 1. & έχει μακριά/μια γλώσσα: αυθαδιάζει: ~ ~, πρόσεχε μη σε πιάσει στο στόμα της! 2. κολακεύει, για να εξυπηρετήσει το συμφέρον του. ΣΥΝ. γλείφω (2), έχω κάτι στην άκρη της γλώσσας μου (μτφ.): είμαι έτοιμος να πω ή να θυμηθώ κάτι: Μια στιγμή, στην ~ ~ το 'χω (: για λέξη ή έκφραση). [< γαλλ. avoir (un mot) sur le bout de la langue] , η γλώσσα κόκαλα δεν έχει και κόκαλα τσακίζει (παροιμ.): τα λόγια, συνήθ. τα κακοπροαίρετα σχόλια, μπορεί να πληγώσουν ανεπανόρθωτα: Σκέψου τι θα ξεστομίσεις, ~ ~., κακές γλώσσες & κακά στόματα: (μετωνυμ.) όσοι σχολιάζουν κακοπροαίρετα τους άλλους: ~ ~ διαδίδουν/επιμένουν/υποστηρίζουν ότι ... Οι ~ ~ δεν την έχουν πιάσει στο στόμα τους. Όπως λένε οι ~ ~... Βλ. καλοθελητής.|| Τον έφαγαν οι ~ ~ (= τον γλωσσόφαγαν)! [< γαλλ. (les) mauvaises langues] , μάζεψε τη γλώσσα σου (απειλητ.): πρόσεξε τα λόγια σου, μην αυθαδιάζεις, μη βρίζεις: Για ~ ~, σε παρακαλώ! ~ ~ λιγάκι και μην προσβάλλεις τους άλλους!, μάλλιασε η γλώσσα μου/(σπάν.) το στόμα μου (προφ.) & (σπάν.-λαϊκό) γάνιασε η γλώσσα μου: ως έκφραση αγανάκτησης για τη μάταιη επανάληψη του ίδιου πράγματος: ~ ~ να το λέω/το εξηγώ, μα πού ν' ακούσουν!, με τρώει η γλώσσα μου (μτφ.-προφ.): θέλω πολύ να πω κάτι που είναι αρνητικό, δυσάρεστο ή μυστικό: Μέρες τώρα ~ ~, αλλά κρατιέμαι., μιλώ άλλη/διαφορετική γλώσσα με κάποιον (μτφ.): έχουμε διαφορετικό τρόπο σκέψης: Δεν μπορούμε να συνεννοηθούμε, μιλάμε ~ ~., μιλώ την ίδια γλώσσα με κάποιον (μτφ.): έχω τις ίδιες αντιλήψεις, κοινό κώδικα επικοινωνίας: Είναι νωρίς να λες ότι ~άτε την ίδια ~, αφού μόλις γνωριστήκατε., μου βγήκε η γλώσσα (μτφ.-προφ.): λαχανιάζω και κατ' επέκτ. ταλαιπωρούμαι: ~ ~ (έξω) ν' ανεβώ τις σκάλες.|| Του βγαίνει ~ ~ απ' την κούραση (= ξεθεώνεται). Πβ. μου βγαίνει η πίστη/η Παναγία/η ψυχή/το λάδι., φάε/δάγκωσε/κατάπιε τη γλώσσα σου! & που να φας τη γλώσσα σου!: (προφ., ως απάντηση) για αποτροπή αρνητικών προβλέψεων: ~ ~ (: πάψε, μη γρουσουζεύεις, μην κακομελετάς) όλα θα πάνε καλά! ΣΥΝ. κουνήσου από τη θέση σου, χτύπα/να χτυπήσω ξύλο!, (η γλώσσα/το στόμα του) στάζει/έχει μέλι βλ. στάζω, (η γλώσσα/το στόμα του) στάζει/έχει φαρμάκι/δηλητήριο/κακία/χολή βλ. στάζω, αλέθει η γλώσσα του/της βλ. αλέθω, γλώσσα παπούτσι, μυαλό κουκούτσι βλ. παπούτσι, γλώσσα/γλώττα λανθάνουσα (τ' αληθή/(την) αλήθεια(ν) λέγει) βλ. λανθάνων, η γλώσσα του/της πάει ροδάνι βλ. ροδάνι, θα σου κόψω τη γλώσσα βλ. κόβω, κατάπιε τη γλώσσα του βλ. καταπίνω, λύνεται η γλώσσα μου βλ. λύνω, μπερδεύω τα λόγια μου/τη γλώσσα μου/τα μπερδεύω βλ. μπερδεύω, να μην προτρέχει η γλώσσα της διανοίας/της σκέψης βλ. προτρέχω, πιπέρι στο στόμα/στη γλώσσα! βλ. πιπέρι, πριν μιλήσεις, βούτα τη γλώσσα στο μυαλό σου βλ. βουτώ, στέγνωσε το σάλιο/η γλώσσα/ο λαιμός/το λαρύγγι μου βλ. στεγνώνω, το έχω στο στόμα/στη γλώσσα (μου) βλ. στόμα [< αρχ. γλῶσσα, γαλλ. langue, αγγλ. language, γερμ. Sprache]

κόκαλο

κόκαλο κό-κα-λο ουσ. (ουδ.) & κόκκαλο 1. οστό: απολιθωμένο/εύθραυστο ~. Το ~ της κλείδας/της κνήμης/της λεκάνης/του μηρού. Ράγισε/έσπασε το ~ (πβ. κάταγμα). Η οστεοπόρωση αδυνατίζει τα ~α. Πονάνε τα ~ά μου.|| Πέταξε στον σκύλο τα ~α.|| (συνεκδ.) Έχει βαρύ ~.|| (απειλητ.) Θα σου σπάσω τα ~α (= θα σε δείρω)! Βλ. ψαχνό. 2. εργαλείο σε σχήμα γλώσσας που διευκολύνει το πόδι να μπει στο παπούτσι: μεταλλικό/ξύλινο ~. ● ΣΥΜΠΛ.: γερό κόκαλο (προφ.): για άνθρωπο υγιή, ανθεκτικό, δυνατό: Είναι ~ ~ και αντέχει στις κακουχίες. ● ΦΡ.: από κόκαλο: κοκάλινος: εργαλεία/χάντρες ~ ~., αφήνω τα κόκαλά μου κάπου 1. πεθαίνω κυρ. σε ξένο τόπο. 2. (προφ-ειρων.) για καθετί δύσκολο και μακροχρόνιο: Θα αφήσω ~ σ' αυτή τη δουλειά., κόκαλα έχει;: για ποτό ή φαγητό που αργεί να σερβιριστεί ή (σπάν.) σε περιπτώσεις που καθυστερεί η υλοποίηση κάποιου πράγματος: Μα καλά, ~ ~ ο καφές; Περιμένουμε εδώ και μισή ώρα., μένω/αφήνω κόκαλο (μτφ.-προφ.): μένω άναυδος ή αφήνω κάποιον άναυδο από την έκπληξη: Μόλις την είδε, έμεινε ~ (= άγαλμα, κάγκελο, στήλη άλατος, σύξυλος)., σπάει/τσακίζει κόκαλα (μτφ.): είναι πάρα πολύ σκληρός, καυστικός: Γραφή/κριτική/σάτιρα που ~ ~., ως/μέχρι το κόκαλο (μτφ.): σε πολύ μεγάλο βαθμό, εντελώς: βρεγμένος/ιδρωμένος/χρεωμένος ~ ~. Πβ. μέχρι/ως τον λαιμό. ΣΥΝ. ως/μέχρι το μεδούλι, έφτασε το μαχαίρι στο/ως το κόκαλο βλ. μαχαίρι, ζεσταίνω το κόκαλό/κοκαλάκι μου βλ. ζεσταίνω, η γλώσσα κόκαλα δεν έχει και κόκαλα τσακίζει βλ. γλώσσα, θα τρίζουν τα κόκαλά του βλ. τρίζω, λεπτός-λεπτός/μακρύς-μακρύς/ψηλός-ψηλός καλόγερος και κόκαλα δεν έχει βλ. καλόγερος, πετσί και κόκαλο βλ. πετσί [< μεσν. κό(κ)καλον]

ξύλο

ξύλο ξύ-λο ουσ. (ουδ.) 1. σκληρή ουσία του κορμού και των κλαδιών των δέντρων· συνεκδ. κάθε κομμάτι ή αντικείμενο που προέρχεται από αυτά: ακατέργαστο/γνήσιο/ελαφρύ/κατεργασμένο/μαλακό/μασίφ/σκαλιστό/σουηδικό ~ (= ξυλεία). ~ ελιάς/κερασιάς/οξιάς/πεύκου. ~ τικ. Απολιθωμένο ~. Άρωμα/ασθένειες/βαφή/βιομηχανία (= ξυλοβιομηχανία)/εμπορία/τεχνολογία ~ου.|| Φύλλα ~ου. Έπιπλα/κουφώματα/πόρτα/σκάλα από ~.|| Γλυπτική/ζωγραφική σε ~. Βερνίκι για ~. || (Αρωματικά) ~α καπνίσματος. 2. (μτφ.) χτυπήματα με το χέρι ή με βέργα: άγριο/αλύπητο/ανελέητο/γερό ~. Έφαγε το ~ της αρκούδας/χρονιάς. ~ και των γονέων/με τη σέσουλα/μέχρι θανάτου/μέχρι λιποθυμίας. Δίνω/παίζω/ρίχνω ~. Πέφτει ~ (= γίνεται καβγάς, έχουν πιαστεί στα χέρια). (Κάποιος) θέλει ~ (: του αξίζει). Πβ. βρομόξυλο, ξυλο-δαρμός, -κόπημα, -φόρτωμα. 3. (μτφ.) καθετί σκληρό, που δύσκολα λυγίζει ή κάμπτεται: Το κορμί του είχε γίνει ~ από το κρύο (= ξύλιασε, ξεπάγιασε). 4. {κυρ. στον πληθ.} καυσόξυλα: ~α για προσάναμμα/για το τζάκι. Κόβω/κουβαλώ/μαζεύω ~α. Σόμπα ~ου/~ων. Ρίχνω ~α στη φωτιά. Βλ. πυρηνόξυλο. ● Υποκ.: ξυλαράκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: τίμιο/άγιο ξύλο: ΕΚΚΛΗΣ. μικρό κομμάτι ξύλου που προέρχεται από τον σταυρό πάνω στον οποίο σταυρώθηκε ο Ιησούς: Φυλαχτό με τίμιο ~., σομφό ξύλο βλ. σομφός ● ΦΡ.: επί ξύλου κρεμάμενος (μτφ.): για κάποιον που έχει βρεθεί σε εξαιρετικά δύσκολη κατάσταση και χωρίς υποστήριξη, από οικονομική ή άλλη άποψη: Έφαγε όλη του την περιουσία κι έμεινε ~ ~ (= απένταρος)., ξύλο μετά μουσικής (συνήθ. ειρων.): για άγριο ξυλοδαρμό., σπάω/σαπίζω/τσακίζω/μαυρίζω/σακατεύω/ρημάζω/λιανίζω κάποιον στο ξύλο (προφ.): τον χτυπώ πολύ άσχημα, χωρίς οίκτο: (απειλητ.) Θα σε σπάσω ~!, το ξύλο βγήκε απ' τον Παράδεισο: ως εσφαλμένη δικαιολόγηση της παιδαγωγικής ή σωφρονιστικής σημασίας του ξυλοδαρμού ή της χειροδικίας., τρώω ξύλο (μτφ.-προφ.): με δέρνουν, με χτυπούν. ΣΥΝ. τις αρπάζω, τις τρώω, άνθρωπος αγράμματος, ξύλο απελέκητο βλ. απελέκητος, ένα (γερό) χέρι ξύλο βλ. χέρι, κάνω κάποιον μαύρο/τόπι/τουλούμι/μπαούλο (στο ξύλο) βλ. τόπι, σκοτώνω στο ξύλο (κάποιον) βλ. σκοτώνω, το στραβό το ξύλο η φωτιά το σιάζει βλ. φωτιά, τουλουμιάζω στο ξύλο βλ. τουλουμιάζω, χτύπα/να χτυπήσω ξύλο! βλ. χτυπώ ● βλ. ξυλάκι [< αρχ. ξύλον]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.