Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • τσακιστός , ή, ό τσα-κι-στός επίθ. (προφ.) για κάτι 1. που το έχουν κοπανίσει: ~ές: ελιές. Πβ. κοπανισμένος. 2. που το έχουν διπλώσει, που έχει τσάκιση: πουκάμισο με ~ό γιακά. ● ΦΡ.: δεκάρα/πεντάρα τσακιστή & δεκαράκι τσακιστό (προφ.): μηδενικό χρηματικό ποσό: Δεν άφησαν/δεν τους έχει δώσει/δεν πήρανε ~ ~. Δεν έχω δεκάρα ~ (= δεν έχω καθόλου λεφτά). Δεν τους έχει μείνει ~ ~ (= είναι απένταροι, πανί με πανί).|| (μτφ.) Δεν αξίζει ~ ~ (= δεν έχει καμιά αξία). Δεν δίνω ~ ~ (= δεν με νοιάζει καθόλου).

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.