τσακώνω τσα-κώ-νω ρ. (μτβ.) {τσάκω-σα} ΣΥΝ. πιάνω 1. (προφ.) συλλαμβάνω κάποιον που έχει παρανομήσει ή την ίδια στιγμή που κάποιος κάνει κάτι κακό: ~σαν τον δραπέτη.|| Τον ~σε να λέει ψέματα. Τον ~σε αδιάβαστο/απροετοίμαστο. Άμα την ~σω θα της δείξω! Επ, σε ~σα!2. (λαϊκό) αρπάζω: ~σαν τα φράγκα και έγιναν καπνός. Τον ~σε από το μπράτσο/τον σβέρκο.|| (αργκό) Τα ~ουν χοντρά (: κερδίζουν πολλά χρήματα). ~σε (= πάρε) μια προκαταβολή. Τσάκα/τσάκω (= φέρε) ένα μπουκάλι ουίσκι. ● ΦΡ.: μια του κλέφτη, δυο του κλέφτη, τρεις και η κακή του μέρα/ώρα/τρεις και τον τσακώσανε βλ. κλέφτης, πιάνω/τσακώνω κάποιον στα πράσα βλ. πράσο [< μεσν. τσακώνω]
κλέφτης
κλέφτης κλέ-φτης ουσ. (αρσ.) {κλεφτ-ών} & κλέπτης, κλέφτρα (η) 1. πρόσωπο που κλέβει: επαγγελματίας ~. ~ αυτοκινήτων/έργων τέχνης/κινητών. Κύκλωμα/συμμορία ~ών. Πιάστηκε/συνελήφθη ο ~. Μπήκαν ~ες στο μαγαζί/σπίτι. Πβ. διαρρήκτης, ληστής. Βλ. αρχι~, ζωο~.|| Προσέξτε μη σας γελάσουν, είναι ~ες (= απατεώνες, λωποδύτες)!|| (μτφ.) ~ της καρδιάς (βλ. καρδιοκλέφτρα).2. ΙΣΤ. {συνήθ. στον πληθ.} μέλος ανυπότακτων ορεσίβιων ομάδων που αποτέλεσαν τον πυρήνα της αντίστασης κατά των Τούρκων: ~ες κι αρματολοί. Το λημέρι των ~ών. Βλ. πρωτο~.3. ΒΟΤ. σπόρος με λεπτά και λευκά νημάτια που μεταφέρεται σε μεγάλη απόσταση από τον αέρα. ● Υποκ.: κλεφταράκος & κλεφτάκος (ο) ● Μεγεθ.: κλεφταράς & (σπάν.) κλέφταρος (ο) (επιτατ.) ● ΦΡ.: αγαπά ο Θεός τον κλέφτη, αγαπά και τον νοικοκύρη (παροιμ.): αυτός που έχει αδικηθεί, θα βρει τελικά το δίκιο του., κλέφτες κι αστυνόμοι: παιδικό ομαδικό παιχνίδι, κυνηγητό., μια του κλέφτη, δυο του κλέφτη, τρεις και η κακή του μέρα/ώρα/τρεις και τον τσακώσανε (παροιμ.): έρχεται η στιγμή που οι απατεωνιές, οι κλεψιές κάποιου αποκαλύπτονται., ο κλέφτης και ο ψεύτης τον πρώτο χρόνο χαίρονται (παροιμ.): όποιος κλέβει ή λέει ψέματα, πολύ σύντομα αποκαλύπτεται., σαν τον κλέφτη/σαν κλέφτης (προφ.): αθόρυβα, χωρίς να τον πάρουν είδηση, κρυφά: Έφυγε ~ ~. Πβ. στα κλεφτά., φωνάζει ο κλέφτης, να φοβηθεί/για να φύγει ο νοικοκύρης (παροιμ.): για κάποιον που, ενώ φταίει, προσπαθεί να ρίξει τις ευθύνες σε όσους υφίστανται τις πράξεις του., κλειδώνω (κι) αμπαρώνω και ο κλέφτης είναι μέσα/τον κλέφτη βρίσκω μέσα βλ. αμπαρώνω [< μεσν. κλέφτης]
πράσο
πράσο πρά-σο ουσ. (ουδ.): ΒΟΤ. διετές φυτό (επιστ. ονομασ. Allium porrum) με μακριά πράσινα φύλλα που τρώγεται συνήθ. μαγειρεμένο, ως λαχανικό: Πίτα με ~ (= πρασόπιτα). Χοιρινό με ~.|| (μτφ.) Κόπηκε στη μέση σαν ~ (= πανεύκολα). Έχει μαλλιά σαν ~α (= ολόισια). ● ΦΡ.: πιάνω/τσακώνω κάποιον στα πράσα (μτφ.-προφ.): συλλαμβάνω κάποιον επ' αυτοφώρω: Τους ~σε ~. ΣΥΝ. κάνω κάποιον πιαστό, κάνω κάποιον τσακωτό/γίνομαι τσακωτός [< αρχ. πράσον]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.