Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • τσακώνω τσα-κώ-νω ρ. (μτβ.) {τσάκω-σα} ΣΥΝ. πιάνω 1. (προφ.) συλλαμβάνω κάποιον που έχει παρανομήσει ή την ίδια στιγμή που κάποιος κάνει κάτι κακό: ~σαν τον δραπέτη.|| Τον ~σε να λέει ψέματα. Τον ~σε αδιάβαστο/απροετοίμαστο. Άμα την ~σω θα της δείξω! Επ, σε ~σα! 2. (λαϊκό) αρπάζω: ~σαν τα φράγκα και έγιναν καπνός. Τον ~σε από το μπράτσο/τον σβέρκο.|| (αργκό) Τα ~ουν χοντρά (: κερδίζουν πολλά χρήματα). ~σε (= πάρε) μια προκαταβολή. Τσάκα/τσάκω (= φέρε) ένα μπουκάλι ουίσκι. ● ΦΡ.: μια του κλέφτη, δυο του κλέφτη, τρεις και η κακή του μέρα/ώρα/τρεις και τον τσακώσανε βλ. κλέφτης, πιάνω/τσακώνω κάποιον στα πράσα βλ. πράσο [< μεσν. τσακώνω]

κλέφτης

κλέφτης κλέ-φτης ουσ. (αρσ.) {κλεφτ-ών} & κλέπτης, κλέφτρα (η) 1. πρόσωπο που κλέβει: επαγγελματίας ~. ~ αυτοκινήτων/έργων τέχνης/κινητών. Κύκλωμα/συμμορία ~ών. Πιάστηκε/συνελήφθη ο ~. Μπήκαν ~ες στο μαγαζί/σπίτι. Πβ. διαρρήκτης, ληστής. Βλ. αρχι~, ζωο~.|| Προσέξτε μη σας γελάσουν, είναι ~ες (= απατεώνες, λωποδύτες)!|| (μτφ.) ~ της καρδιάς (βλ. καρδιοκλέφτρα). 2. ΙΣΤ. {συνήθ. στον πληθ.} μέλος ανυπότακτων ορεσίβιων ομάδων που αποτέλεσαν τον πυρήνα της αντίστασης κατά των Τούρκων: ~ες κι αρματολοί. Το λημέρι των ~ών. Βλ. πρωτο~. 3. ΒΟΤ. σπόρος με λεπτά και λευκά νημάτια που μεταφέρεται σε μεγάλη απόσταση από τον αέρα. ● Υποκ.: κλεφταράκος & κλεφτάκος (ο) ● Μεγεθ.: κλεφταράς & (σπάν.) κλέφταρος (ο) (επιτατ.) ● ΦΡ.: αγαπά ο Θεός τον κλέφτη, αγαπά και τον νοικοκύρη (παροιμ.): αυτός που έχει αδικηθεί, θα βρει τελικά το δίκιο του., κλέφτες κι αστυνόμοι: παιδικό ομαδικό παιχνίδι, κυνηγητό., μια του κλέφτη, δυο του κλέφτη, τρεις και η κακή του μέρα/ώρα/τρεις και τον τσακώσανε (παροιμ.): έρχεται η στιγμή που οι απατεωνιές, οι κλεψιές κάποιου αποκαλύπτονται., ο κλέφτης και ο ψεύτης τον πρώτο χρόνο χαίρονται (παροιμ.): όποιος κλέβει ή λέει ψέματα, πολύ σύντομα αποκαλύπτεται., σαν τον κλέφτη/σαν κλέφτης (προφ.): αθόρυβα, χωρίς να τον πάρουν είδηση, κρυφά: Έφυγε ~ ~. Πβ. στα κλεφτά., φωνάζει ο κλέφτης, να φοβηθεί/για να φύγει ο νοικοκύρης (παροιμ.): για κάποιον που, ενώ φταίει, προσπαθεί να ρίξει τις ευθύνες σε όσους υφίστανται τις πράξεις του., κλειδώνω (κι) αμπαρώνω και ο κλέφτης είναι μέσα/τον κλέφτη βρίσκω μέσα βλ. αμπαρώνω [< μεσν. κλέφτης]

πράσο

πράσο πρά-σο ουσ. (ουδ.): ΒΟΤ. διετές φυτό (επιστ. ονομασ. Allium porrum) με μακριά πράσινα φύλλα που τρώγεται συνήθ. μαγειρεμένο, ως λαχανικό: Πίτα με ~ (= πρασόπιτα). Χοιρινό με ~.|| (μτφ.) Κόπηκε στη μέση σαν ~ (= πανεύκολα). Έχει μαλλιά σαν ~α (= ολόισια). ● ΦΡ.: πιάνω/τσακώνω κάποιον στα πράσα (μτφ.-προφ.): συλλαμβάνω κάποιον επ' αυτοφώρω: Τους ~σε ~. ΣΥΝ. κάνω κάποιον πιαστό, κάνω κάποιον τσακωτό/γίνομαι τσακωτός [< αρχ. πράσον]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.