Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • τσαλακώνω τσα-λα-κώ-νω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {τσαλάκω-σα, τσαλακώ-σει, -θηκα, -θεί, -μένος, τσαλακών-οντας} 1. κάνω κάτι να αποκτήσει ζάρες ή σχηματίζω ζάρες· ζαρώνω: ~σε την εφημερίδα. ~σε και πέταξε το σημείωμα/το χαρτί.|| ~μένος: φάκελος. ~μένη: σελίδα. ~μένο: ρούχο/σεντόνι. (για σύγκρουση αυτοκινήτων:) ~μένη: λαμαρίνα (= στραπατσαρισμένη).|| Υφάσματα που δεν ~ουν εύκολα. 2. (μτφ.-προφ.) εξευτελίζω, ταπεινώνω, καταρρακώνω: Αντιδρούν σε ό, τι ~ει την αξιοπρέπειά τους. Το σκάνδαλο ~σε την εικόνα του. Η αποτυχία ~σε το γόητρο της ομάδας. Η φήμη του προέδρου ~θηκε ανεπανόρθωτα/άσχημα. ~μένος: εγωισμός. ~μένη: περηφάνια. Από την εκλογική μάχη βγήκε ~μένος (ΑΝΤ. ατσαλάκωτος). Πβ. στραπατσάρω, υποβιβάζω. ΣΥΝ. τσαλαπατώ (2) ΑΝΤ. εξαίρω (1), εξυψώνω (2) [< μτγν. ψαλάσσω 'αγγίζω απαλά']

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.