τσαλακώνω τσα-λα-κώ-νω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {τσαλάκω-σα, τσαλακώ-σει, -θηκα, -θεί, -μένος, τσαλακών-οντας} 1. κάνω κάτι να αποκτήσει ζάρες ή σχηματίζω ζάρες· ζαρώνω: ~σε την εφημερίδα. ~σε και πέταξε το σημείωμα/το χαρτί.|| ~μένος: φάκελος. ~μένη: σελίδα. ~μένο: ρούχο/σεντόνι. (για σύγκρουση αυτοκινήτων:) ~μένη: λαμαρίνα (= στραπατσαρισμένη).|| Υφάσματα που δεν ~ουν εύκολα.2. (μτφ.-προφ.) εξευτελίζω, ταπεινώνω, καταρρακώνω: Αντιδρούν σε ό, τι ~ει την αξιοπρέπειά τους. Το σκάνδαλο ~σε την εικόνα του. Η αποτυχία ~σε το γόητρο της ομάδας. Η φήμη του προέδρου ~θηκε ανεπανόρθωτα/άσχημα. ~μένος: εγωισμός. ~μένη: περηφάνια. Από την εκλογική μάχη βγήκε ~μένος (ΑΝΤ. ατσαλάκωτος). Πβ. στραπατσάρω, υποβιβάζω. ΣΥΝ. τσαλαπατώ (2) ΑΝΤ. εξαίρω (1), εξυψώνω (2) [< μτγν. ψαλάσσω 'αγγίζω απαλά']
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.