Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • τσαντάκιας τσα-ντά-κιας ουσ. (αρσ.) (προφ.): νεαρός κυρ. άνδρας που κλέβει τσάντες, κυρ. από γυναίκες, συνήθ. οδηγώντας μηχανή: Συνελήφθη ~. Έπιασαν τον ~ια. Βλ. -άκιας, πορτοφολάς, τσαντιά.

-άκιας

-άκιας {-άκηδες}: παραγωγικό επίθημα αρσενικών ουσιαστικών με μειωτική συνήθ. σημασία: εξυπν~/τυχερ~.|| Γυαλ~/καλοπερασ~/μουστ~/μπαχαλ~/τσαντ~.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.