τσαρτ ουσ. (ουδ.) {άκλ. κ. πληθ. -ς}: λίστα των δημοφιλέστερων και καλύτερων σε πωλήσεις δίσκων ή τραγουδιών σε συγκεκριμένη περίοδο: αμερικανικό/ελληνικό ~. Κατέκτησε την πρώτη θέση στο ~. Άλμπουμ που ανέβηκε/έφτασε στο νούμερο ένα/στην κορυφή των ~(ς). [< αμερικ. chart, 1957, αγγλ. ~, 1963]
τσάρτερ τσάρ-τερ ουσ. (ουδ.) {άκλ. κ. πληθ. -ς}: μίσθωση αεροπλάνου από γραφείο ταξιδίων με σκοπό τη φτηνή μετακίνηση επιβατών· (κυρ. συνεκδ.) το ίδιο το αεροσκάφος που μισθώνεται: αφίξεις τουριστών με ~. Ναύλωση ~.|| (ως επίθ.) Εταιρεία ~. ● ΣΥΜΠΛ.: πτήση τσάρτερ: το αντίστοιχο δρομολόγιο: Ταξίδεψαν με ~ ~. [< αγγλ. charter flight, 1922] , τσάρτερ της χαράς (αθλητική αργκό): πτήση με την οποία επιστρέφει αθλητική ομάδα στη βάση της ύστερα από μεγάλη επιτυχία ή με την οποία ταξιδεύουν δωρεάν για παρακολούθηση αγώνα ή διοργάνωσης πρόσωπα που δεν σχετίζονται άμεσα με το σωματείο ή τους αθλητές που αγωνίζονται. [< αγγλ. charter, γαλλ. ~, περ. 1950]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.