Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • τσατίζω τσα-τί-ζω ρ. (μτβ.) {τσάτι-σα, τσατί-σει, -στηκα, -στεί, -σμένος} & τσαντίζω (προφ.): προκαλώ τον εκνευρισμό κάποιου: Με ~ει αφάνταστα! Τον ~ει (= πειράζει) να/που/το γεγονός ότι ... ~στηκαν με τη συμπεριφορά του. Πβ. εκνευρίζω, εξοργίζω, ζοχαδιάζω. ΣΥΝ. θυμώνω (2) [< τουρκ. çatιş(mak)]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.