Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • τσεπώνω τσε-πώ-νω ρ. (μτβ.) {τσέπω-σα, τσεπώ-σει, -θηκε, -θεί, -μένος, τσεπών-οντας} (προφ.): ιδιοποιούμαι χρήματα: ~σαν μίζες/την κληρονομιά. Τα ~σε γερά/κανονικά/χοντρά. Πβ. ενθυλακώνω, καταχρώμαι, υπεξαιρώ. ΣΥΝ. βάζω στην τσέπη

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.