Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • τσιγκούνης , α, ικο τσι-γκού-νης επίθ./ουσ. {τσιγκούνηδες} & τσιγγούνης: που δύσκολα δίνει ή ξοδεύει χρήματα για οποιονδήποτε σκοπό: Είναι τόσο ~ που μετράει και το τελευταίο ευρώ. (ως ουσ.) Αγόρασε κάτι κι εσύ, βρε ~η! Πβ. εξηνταβελόνης, καβουροτσέπης, μίζερος, σπαγγοραμμένος, σφιχτοχέρης, τσίπης, τσιφούτης, φιλάργυρος, δε(ν) δίνει (ούτε) τ' αγγέλου/τ' Αγίου του νερό. ΑΝΤ. ανοιχτοχέρης.|| (μτφ.-προφ.) ~ στα αισθήματα. ~ στη βαθμολογία/στους επαίνους (= φειδωλός, υπέρμετρα συγκρατημένος). ΑΝΤ. γαλαντόμος, γενναιόδωρος (1), σπάταλος (1), χουβαρντάς ● Μεγεθ.: τσιγκούναρος (ο) [< τουρκ. çingene]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.