Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • τσιμεντοποίηση τσι-με-ντο-ποί-η-ση ουσ. (θηλ.) (συνήθ. αρνητ. συνυποδ.): η ενέργεια και κυρ. το αποτέλεσμα του τσιμεντοποιώ: ~ των ακτών/του πάρκου/του ρέματος. Αλόγιστη ~ ελεύθερων χώρων. Βλ. οικοπεδοποίηση, -ποίηση. [cementificazione, 1984

οικοπεδοποίηση

οικοπεδοποίηση [οἰκοπεδοποίηση] οι-κο-πε-δο-ποί-η-ση ουσ. (θηλ.) (συνήθ. αρνητ. συνυποδ.): η ενέργεια ή/και το αποτέλεσμα του οικοπεδοποιώ: άκρατη/αλόγιστη/άναρχη/ανεξέλεγκτη/παράνομη ~. ~ του βουνού. ~ και καταπάτηση δασικών εκτάσεων. Στρέμματα προς ~. Βλ. -ποίηση, τσιμεντοποίηση.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.