Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • τσιμπιά τσι-μπιά ουσ. (θηλ.) (προφ.) 1. στιγμιαίο πιάσιμο και σφίξιμο του δέρματος με τον δείκτη και τον αντίχειρα· συνεκδ. ο πόνος που προκαλείται και το αντίστοιχο σημάδι: Του έδωσε/έριξε μια ~ στο μάγουλο/στο μπράτσο. Έφαγε γερή ~. Τον τάραξε/τρέλανε στις ~ιές.|| Δυνατή ~.|| Mαύρισε/μελάνιασε η ~. ΣΥΝ. τσίμπημα (2) 2. ελάχιστη ποσότητα που πιάνεται με τις άκρες των δαχτύλων: μια ~ κανέλα/μαύρο πιπέρι. ΣΥΝ. νυχιά (2), πρέζα (1)

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.