Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • τσιράκι τσι-ρά-κι ουσ. (ουδ.) 1. (προφ.-μειωτ.) πρόσωπο που ακολουθεί πιστά ανώτερό του και τον κολακεύει για προσωπικό κέρδος: πληρωμένο ~. Έγινε ~ τους. Πβ. (τσανακο)γλείφτης, κόλακας, λακές, τζουτζές. Βλ. ορντινάτσα. 2. (λαϊκό-παρωχ.) νέος που μαθητεύει σε τεχνίτη. ΣΥΝ. κάλφας [< τουρκ. çιrak]

ορντινάτσα

ορντινάτσα [ὀρντινάτσα] ορ-ντι-νά-τσα ουσ. (θηλ.) & ορντινάντσα (προφ.): (μτφ.-μειωτ.) πρόσωπο που ακολουθεί κάποιον, συνήθ. ανώτερό του, και υπακούει πιστά στις εντολές του: ~ των αφεντικών/επωνύμων/ισχυρών. Βλ. τσιράκι. [< ιταλ. ordinanza]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.