Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • τυγχάνω τυγ-χά-νω ρ. (αμτβ.) {έτυχα (βλ. τυχαίνω), συνήθ. στο γ΄πρόσ., τυγχάν-οντας} (λόγ.) 1. (συνήθ. + κατηγορούμενο) είμαι: ~ει συνταξιούχος/φιλόλογος. 2. (+ γεν.) απολαμβάνω, έχω: ~ της αμέριστης εκτίμησης/της υποστήριξης κάποιου (πβ. απολαύω). Διατάξεις που δεν ~ουν εφαρμογής (= δεν εφαρμόζονται). Ο ... ~ει ευνοϊκής μεταχείρισης/ευρείας αποδοχής. Έτυχε υποτροφίας (= έλαβε, πέτυχε, πήρε).τυγχάνει: τυχαίνει: Οι συναντήσεις μας ~ να είναι συχνές. Έτυχε να το ακούσω. ΣΥΝ. συμβαίνει ● ΦΡ.: απλώς/εική και ως έτυχε (λόγ.): τυχαία, χωρίς σχέδιο ή σκοπό: Αντιμετωπίζουν τα προβλήματα χωρίς πρόγραμμα, ~ ~. ΣΥΝ. στα κουτουρού, στα τυφλά (1), στην τύχη [< αρχ. τυγχάνω]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.