Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • τυπογραφικός , ή, ό τυ-πο-γρα-φι-κός επίθ.: ΤΥΠΟΓΡ. που σχετίζεται με την τυπογραφία ή τον τυπογράφο: ~ό: πιεστήριο. ~ές: διορθώσεις/εργασίες. ~ά: κοσμήματα (: σχέδια)/μηχανήματα/στοιχεία.|| ~ή: επιμέλεια. ~ό: εργαστήρι.|| (ως ουδ. ουσ., στον πληθ.) ~ά (: ενν. λάθη) στο άρθρο. ● Ουσ.: τυπογραφικό (το): δεκαεξασέλιδο. ● επίρρ.: τυπογραφικά ● ΣΥΜΠΛ.: (τυπογραφικό) δοκίμιο βλ. δοκίμιο [< γαλλ. typographique, αγγλ. typographic]

δοκίμιο

δοκίμιοδο-κί-μι-ο ουσ. (ουδ.) {δοκιμί-ου} 1. ΦΙΛΟΛ. στοχαστικό κείμενο σε πεζό λόγο, περιορισμένο σε έκταση, που πραγματεύεται ένα θέμα γενικού ενδιαφέροντος, χωρίς να το εξαντλεί: αισθητικό/αποδεικτικό/επιστημονικό/ιστορικό/κοινωνικό/λογοτεχνικό/πολιτικό/φιλοσοφικό ~. 2. ΤΕΧΝΟΛ. αντιπροσωπευτικό δείγμα υλικού ή προϊόντος που υποβάλλεται σε πειράματα και μετρήσεις, προκειμένου να προσδιοριστούν τα χαρακτηριστικά του. ● ΣΥΜΠΛ.: (τυπογραφικό) δοκίμιο: ΤΥΠΟΓΡ. εκτυπωμένο κείμενο που δίνεται για διόρθωση σφαλμάτων πριν από την έκδοση: χειρόγραφα και ~ά ~α. Βλ. τυπωθήτω. [< γαλλ. épreuve] , γραπτό δοκίμιο: κείμενο με τη μορφή έκθεσης ή/και απαντήσεων σε ερωτήσεις στα πλαίσια εξετάσεων ή γραπτού διαγωνισμού: ~ ~ υποψηφίου. Κάθε ~ ~ αξιολογείται από δύο βαθμολογητές. Πβ. γραπτό. [< πβ. μτγν. δοκίμιον 'δοκιμή' 1: γαλλ. essai 2: γαλλ. éprouvette]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.