τυπογραφικός , ή, ό τυ-πο-γρα-φι-κός επίθ.: ΤΥΠΟΓΡ. που σχετίζεται με την τυπογραφία ή τον τυπογράφο: ~ό: πιεστήριο. ~ές: διορθώσεις/εργασίες. ~ά: κοσμήματα (: σχέδια)/μηχανήματα/στοιχεία.|| ~ή: επιμέλεια. ~ό: εργαστήρι.|| (ως ουδ. ουσ., στον πληθ.) ~ά (: ενν. λάθη) στο άρθρο. ● Ουσ.: τυπογραφικό (το): δεκαεξασέλιδο. ● επίρρ.: τυπογραφικά ● ΣΥΜΠΛ.: (τυπογραφικό) δοκίμιο βλ. δοκίμιο [< γαλλ. typographique, αγγλ. typographic]
δοκίμιο
δοκίμιοδο-κί-μι-ο ουσ. (ουδ.) {δοκιμί-ου} 1. ΦΙΛΟΛ. στοχαστικό κείμενο σε πεζό λόγο, περιορισμένο σε έκταση, που πραγματεύεται ένα θέμα γενικού ενδιαφέροντος, χωρίς να το εξαντλεί: αισθητικό/αποδεικτικό/επιστημονικό/ιστορικό/κοινωνικό/λογοτεχνικό/πολιτικό/φιλοσοφικό ~.2. ΤΕΧΝΟΛ. αντιπροσωπευτικό δείγμα υλικού ή προϊόντος που υποβάλλεται σε πειράματα και μετρήσεις, προκειμένου να προσδιοριστούν τα χαρακτηριστικά του. ● ΣΥΜΠΛ.: (τυπογραφικό) δοκίμιο: ΤΥΠΟΓΡ. εκτυπωμένο κείμενο που δίνεται για διόρθωση σφαλμάτων πριν από την έκδοση: χειρόγραφα και ~ά ~α. Βλ. τυπωθήτω. [< γαλλ. épreuve] , γραπτό δοκίμιο: κείμενο με τη μορφή έκθεσης ή/και απαντήσεων σε ερωτήσεις στα πλαίσια εξετάσεων ή γραπτού διαγωνισμού: ~ ~ υποψηφίου. Κάθε ~ ~ αξιολογείται από δύο βαθμολογητές. Πβ. γραπτό. [< πβ. μτγν. δοκίμιον 'δοκιμή' 1: γαλλ. essai 2: γαλλ. éprouvette]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.