Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 2 εγγραφές  [0-2]


  • τυροβόλι τυ-ρο-βό-λι ουσ. (ουδ.): πλεκτό συνήθ. καλαθάκι με μικρές τρύπες για το στράγγισμα του τυροπήγματος: ανοξείδωτο ~. [< μτγν. τυροβόλιον]
  • τυροβολιά τυ-ρο-βο-λιά ουσ. (θηλ.) (διαλεκτ.): ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. λευκό, σχετικά μαλακό, παραδοσιακό τυρί, το οποίο παρασκευάζεται κατά τη στράγγιση του τυροπήγματος και προτού αρχίσει η ζύμωση για την παραγωγή κοπανιστής: γλυκιά ~. Πίτα με ~.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.