τυρός τυ-ρός ουσ. (αρσ.) (αρχαιοπρ.): τυρί. ● ΦΡ.: μεταξύ τυρού και αχλαδιού & (λόγ.) αχλαδίου: στο τέλος του γεύματος· κατ' επέκτ. για πρόχειρη και ευκαιριακή συζήτηση σημαντικής υπόθεσης: Είχαν την ευκαιρία να συνομιλήσουν ~ ~. Στην κουβέντα, ~ ~, εξέφρασε τον προβληματισμό του για ... Πβ. παρεμπιπτόντως, περιστασιακά. [< γαλλ. entre la poire et le fromage] [< αρχ. τυρός]
τυροσαλάτα τυ-ρο-σα-λά-τα ουσ. (θηλ.): ΜΑΓΕΙΡ. ορεκτικό με βασικά συστατικά πολτοποιημένο τυρί, ρίγανη και λάδι: πικάντικη ~ (= τυροκαυτερή). Βλ. -σαλάτα.
τυροσινάση τυ-ρο-σι-νά-ση ουσ. (θηλ.): ΒΙΟΧ. ένζυμο, πολύ διαδεδομένο στα ζώα και στα φυτά, το οποίο καταλύει την οξείδωση της τυροσίνης, με αποτέλεσμα την παραγωγή μελανίνης. [< γαλλ.-αγγλ. tyrosinase]
τυροσίνη τυ-ρο-σί-νη ουσ. (θηλ.): ΒΙΟΧ. αμινοξύ (C9H11NO3), πολύ διαδεδομένο στη φύση μέσω τροφών πλούσιων σε πρωτεΐνες, το οποίο είναι απαραίτητο για τη βιοσύνθεση των ορμονών του θυρεοειδούς αδένα, της μελανίνης και των κατεχολαμινών. Βλ. -ίνη. [< γαλλ.-αγγλ. tyrosine]
-ίνη
-ίνη: επίθημα δάνειων όρων για τη δήλωση χημικής, φαρμακευτικής ουσίας: βαζελ~/βαλ~/βιταμ~/γλουτολ~/θρεον~/ισολευκ~/ιστιδ~/λευκ~/λυσ~/μεθειον~/ναφθαλ~/νικοτ~/πενικιλ~/φαινυλαλαν~/χυμοθρυψ~. Πρωτε-ΐνη. Πβ. -ίνα2.
-σαλάτα
-σαλάτα: επίθημα για τον σχηματισμό ουσιαστικών με αναφορά στη σαλάτα: αβγο~/αγγουρο~/αχινο~/γαριδο~/ζαμπονο~/καβουρο~/καππαρο~/καροτο~/κοτο~/λαχανο~/μακαρονο~/μαρουλο~/μελιτζανο~/ντοματο~/παντζαρο~/πατατο~/ρεβιθο~/σπανακο~/ταραμο~/τονο~/τυρο~/φακο~/χαβιαρο~/χορτο~.|| Φρουτο~.
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.