Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 2 εγγραφές  [0-2]


  • τυφλός , ή, ό τυ-φλός επίθ. 1. που δεν βλέπει, δεν έχει την ικανότητα της όρασης: Γεννήθηκε/έμεινε ~. Ήταν εντελώς/σχεδόν ~ή. ~ από το ένα μάτι.|| (ως ουσ.) Μερικώς/ολικώς ~οί. Συνοδοί/σχολή ~ών. Επίδομα ~ού. Μπαστούνι/πεζοδρόμια (: με χαρακτηριστικές ανάγλυφες κίτρινες πλάκες)/σύστημα γραφής (= Μπράιγ) για ~ούς. Πβ. αόμματος, γκαβός, στραβός. 2. (μτφ., για αρνητικά συνήθ. συναισθήματα) παράφορος, παράλογος: ~ός: έρωτας. ~ή: οργή. ~ό: μίσος/πάθος. 3. (μτφ.-αρνητ. συνυποδ.) απόλυτος, απεριόριστος, ολοκληρωτικός: ~ή: αφοσίωση/πίστη/προσήλωση/υπακοή. Βλ. εθελότυφλος. 4. (μτφ.) που ενεργεί άβουλα, χαρακτηρίζεται από απουσία κρίσης ή λογικής: ~ από φανατισμό/για εκδίκηση. ~ό όργανο της εξουσίας.|| Οι ~ές δυνάμεις της αγοράς. Πβ. άλογος. 5. (μτφ., για επιθετική ή τρομοκρατική ενέργεια) που δεν έχει συγκεκριμένο στόχο: ~ή: βομβιστική επίθεση/τρομοκρατία. ~ά: χτυπήματα. 6. (μτφ.) που δεν έχει έξοδο, αλλά μόνο είσοδο ή δεν έχει παράθυρο ή το άνοιγμά του είναι χτισμένο: ~ός: δρόμος (πβ. αδιέξοδος). ~ό: οικόπεδο.|| ~ός: διάδρομος/τοίχος. ~ό: δωμάτιο.|| ~ό: παράθυρο. 7. (μτφ.) που δεν επιτρέπει την ορατότητα: ~ή: προσπέραση/στροφή. 8. (μτφ., σε ομαδικά αθλήματα) που γίνεται από παίκτη με περιορισμένο οπτικό πεδίο: ~ή: απόκρουση/μπαλιά/πάσα. ● επίρρ.: τυφλά ● ΣΥΜΠΛ.: τυφλή μελέτη & τυφλή δοκιμασία/έρευνα: ΙΑΤΡ. κατά την οποία ασθενείς και ερευνητές γιατροί δεν γνωρίζουν ποιος λαμβάνει νέα θεραπεία, προκειμένου να εξασφαλιστεί η αντικειμενικότητα στην κρίση τους: απλή (: αγνοούν μόνο οι άρρωστοι)/διπλή (: αγνοούν και οι δύο) ~ ~., τυφλή προσγείωση: που γίνεται αυτόματα, χωρίς ο πιλότος να έχει οπτική επαφή με τον διάδρομο προσγείωσης. [< αγγλ. blind landing, 1930] , τυφλό (έντερο): ΑΝΑΤ.-ΙΑΤΡ. το αρχικό τμήμα του παχέος εντέρου που βρίσκεται ανάμεσα στον ειλεό και το ανιόν κόλον και καταλήγει στη σκωληκοειδή απόφυση. , τυφλό σημείο 1. ΑΝΑΤ.-ΙΑΤΡ. περιοχή του αμφιβληστροειδούς χιτώνα όπου καταλήγει το οπτικό νεύρο και η οποία αντιστοιχεί στην απουσία φωτοευαίσθητων κυττάρων, με αποτέλεσμα την ύπαρξη κενού στο οπτικό πεδίο, το οποίο δεν γίνεται αντιληπτό υπό κανονικές συνθήκες. 2. περιοχή που δεν μπορεί να ελέγξει κάποιος με την όρασή του, στην οποία δεν μπορεί να δει: Το ~ ~ του καθρέφτη (του αυτοκινήτου)., τυφλό σύστημα (μτφ.): πληκτρολόγηση (σε ηλεκτρονικό υπολογιστή ή γραφομηχανή) χωρίς ο χρήστης να κοιτά τα πλήκτρα., τυφλό τραύμα (μτφ.): με οπή μόνο στο σημείο εισόδου: Φέρει ~ ~ στο(ν) θώρακα. ΑΝΤ. διαμπερές τραύμα, Κυριακή του τυφλού βλ. Κυριακή, τυφλή βία βλ. βία, τυφλή πτήση βλ. πτήση ● ΦΡ.: η δικαιοσύνη είναι τυφλή & (σπάν.) η Θέμις είναι τυφλή: για να δηλωθεί ότι η απονομή της δικαιοσύνης γίνεται με αμεροληψία., στα τυφλά 1. (μτφ.) στην τύχη: Πηγαίναμε/ψάχναμε ~ ~ (= στα κουτουρού).|| Ραντεβού ~ ~ (: χωρίς να ξέρει και να έχει δει ποτέ ο ένας τον άλλον). 2. χωρίς κάποιος να βλέπει: Περπατούν τη νύχτα ~ ~ (: στο σκοτάδι)., εμπιστεύομαι κάποιον με κλειστά μάτια/τυφλά βλ. εμπιστεύομαι, έχω/δείχνω απόλυτη/τυφλή εμπιστοσύνη σε κάποιον/κάτι βλ. εμπιστοσύνη, ποιος στραβός/τυφλός δεν θέλει το φως του; βλ. φως, στους τυφλούς/στους στραβούς βασιλεύει ο μονόφθαλμος βλ. μονόφθαλμος [< αρχ. τυφλός, γαλλ. aveugle]
  • τυφλοσούρτης τυ-φλο-σούρ-της ουσ. (αρσ.) & (σπάν.) τυφλοσύρτης (συνήθ. μειωτ.): λυσάρι και κατ' επέκτ. κάθε βοηθητικός οδηγός με έτοιμες λύσεις και πρακτικές οδηγίες που εφαρμόζονται πιστά και μηχανικά. Πβ. μπούσουλας, ρετσέτα.

βια

βια ουσ. (θηλ.) (λαϊκό-λογοτ.): βιασύνη. ΣΥΝ. βιάση [< αρχ. βία με συνίζηση]

εθελότυφλος

εθελότυφλος, η, ο [ἐθελότυφλος] ε-θε-λό-τυ-φλος επίθ. (λόγ.): που χαρακτηρίζεται από εθελοτυφλία. Πβ. κοντόφθαλμος.

εμπιστεύομαι

εμπιστεύομαι [ἐμπιστεύομαι] ε-μπι-στεύ-ο-μαι ρ. (μτβ.) {εμπιστεύ-τηκα (λόγ.) -θηκα, εμπιστευ-όμενος} 1. έχω ή δείχνω εμπιστοσύνη: ~ (= βασίζομαι σε) το ένστικτό/την κρίση μου (ΑΝΤ. αμφιβάλλω, δυσπιστώ). ~ τον εαυτό μου (: έχω αυτοπεποίθηση). Δεν ~εται κανέναν (: καχύποπτος). Σε ~ ότι δεν θα με προδώσεις. Δεν μπορεί να τον ~τεί απόλυτα/εν λευκώ. Πβ. πιστεύω. 2. αναθέτω κάτι σε άτομο του οποίου τις ικανότητες αναγνωρίζω, αφήνω κάποιον ή κάτι στη φροντίδα έμπιστου προσώπου: Του ~τηκαν τη θέση του προέδρου. Θα της ~όσουν το παιδί σου; Πβ. αναθέτω. 3. εξομολογούμαι, εκμυστηρεύομαι κάτι σε πρόσωπο της εμπιστοσύνης μου: Του ~όταν τα προσωπικά της προβλήματα. Μου ~τηκε τις ανησυχίες/τους φόβους του. Πβ. μοιράζομαι. ● ΦΡ.: εμπιστεύομαι κάποιον με κλειστά μάτια/τυφλά: του έχω απόλυτη εμπιστοσύνη. [< αρχ. ἐμπιστεύομαι]

εμπιστοσύνη

εμπιστοσύνη [ἐμπιστοσύνη] ε-μπι-στο-σύ-νη ουσ. (θηλ.) 1. πίστη, σιγουριά ότι κάποιος ή κάτι έχει αξία, ικανότητα ή χαρακτηριστικά που το(ν) καθιστούν αξιόπιστο: ακλόνητη/αμοιβαία/τρωθείσα/υπερβολική ~. Επιχειρηματική/καταναλωτική ~. Δεσμοί/κατάχρηση/κλίμα/οικοδόμηση/σχέση ~ης. Άνθρωπος/πρόσωπο (της απολύτου) ~ης (= έμπιστος). Άξιος ~ης (πβ. φερέγγυος). Έχε μου ~! Έχει ~ στον εαυτό της (βλ. αυτοπεποίθηση). Ανέκτησε/έχασε/κέρδισε/πρόδωσε την ~ των πελατών. Αξίζει την ~ του κοινού. Εμπνέει ~ στους συνεργάτες του. Αποκαθίσταται/κλονίζεται η ~ των πολιτών. Περιβάλλεται με ~ από ... Χτίζοντας την ~. ΑΝΤ. αμφισβήτηση (1) 2. ΠΟΛΙΤ. (υπο)στήριξη, έγκριση: Η κυβέρνηση πρέπει να έχει την ~ της Βουλής. Η κοινωνία/ο λαός μας έδωσε την ~ του. Είναι/έθεσε θέμα ~ης. Βλ. -οσύνη. ● ΣΥΜΠΛ.: διάστημα εμπιστοσύνης βλ. διάστημα, πρόταση εμπιστοσύνης βλ. πρόταση, ψήφος εμπιστοσύνης βλ. ψήφος ● ΦΡ.: απολαμβάνει την εμπιστοσύνη (κάποιου) & (λόγ.) απολαμβάνει/χαίρει/απολαύει της (απολύτου) εμπιστοσύνης: (απαιτ. λεξιλόγ.) τον εμπιστεύεται, τον στηρίζει (πλήρως): ~ ~ του κόσμου/πρωθυπουργού., έχω/δείχνω απόλυτη/τυφλή εμπιστοσύνη σε κάποιον/κάτι: εμπιστεύομαι απόλυτα, χωρίς ενδοιασμούς και αμφιβολίες. ΣΥΝ. εμπιστεύομαι κάποιον με κλειστά μάτια/τυφλά [< μεσν. εμπιστοσύνη]

Κυριακή

Κυριακή Κυ-ρια-κή ουσ. (θηλ.): η πρώτη ημέρα της εβδομάδας ανάμεσα στο Σάββατο και τη Δευτέρα: η αργία/οι εφημερίδες της ~ής. Βλ. κυριακάτικος. ● ΣΥΜΠΛ.: Κυριακή του τυφλού: ΕΚΚΛΗΣ. η πέμπτη Κυριακή μετά το Πάσχα., η εβδομάδα/Κυριακή της Κρεοφάγου βλ. κρεοφάγος, η εβδομάδα/Κυριακή της Τυροφάγου βλ. τυροφάγος, Κυριακή της Αποκριάς βλ. Αποκριά, Κυριακή της Ορθοδοξίας βλ. ορθοδοξία, Κυριακή της Σταυροπροσκυνήσεως βλ. σταυροπροσκύνηση, Κυριακή του Ασώτου βλ. άσωτος, Κυριακή του Θωμά βλ. Θωμάς, Κυριακή του Παραλύτου/του Παραλυτικού βλ. παράλυτος, Κυριακή του Τελώνου και του Φαρισαίου βλ. τελώνης, Κυριακή των (Αγίων) Πατέρων βλ. πατέρας, Κυριακή των Βαΐων βλ. βάγια, Κυριακή των Νηστειών βλ. νηστεία ● ΦΡ.: της Κυριακής χαρά και της Δευτέρας λύπη (παροιμ.): για κάτι συνήθ. φτηνό, ευτελές και μικρής αντοχής ή διάρκειας., δεν είναι κάθε μέρα τ' Άι-Γιαννιού/Πασχαλιά/Κυριακή/γιορτή βλ. Πασχαλιά2, Κυριακή κοντή γιορτή βλ. γιορτή [< μτγν. Κυριακή]

μονόφθαλμος

μονόφθαλμος, η, ο μο-νό-φθαλ-μος επίθ. 1. που βλέπει μόνο από το ένα μάτι ή σπανιότ. που έχει ένα μόνο μάτι. 2. (σπάν.-μτφ.) κοντόφθαλμος: ~η: οπτική/πολιτική. ● ΦΡ.: στους τυφλούς/στους στραβούς βασιλεύει ο μονόφθαλμος & στο βασίλειο/στη χώρα των τυφλών βασιλεύει ο μονόφθαλμος (παροιμ.): για κάποιον μέτριο που ξεχωρίζει ανάμεσα σε άλλους ασήμαντους. [< 1: αρχ. μονόφθαλμος]

πτήση

πτήση πτή-ση ουσ. (θηλ.) 1. κίνηση αεροσκάφους ή άλλου πτητικού μέσου εντός ή εκτός της ατμόσφαιρας: αναγνωριστική/ασφαλής/διαστημική/δοκιμαστική/εκπαιδευτική/επανδρωμένη/μοιραία/νυχτερινή/όψεως (: χωρίς τη βοήθεια οργάνων)/παρθενική ~. ~ αεροπλάνου/διαστημόπλοιου/ελικοπτέρου/μαχητικού. Άδεια/εξομοιωτές/στάδια/συνθήκες/ταχύτητα/ύψος/χρόνος ~ης. Ώρες ~ης πιλότου. Ασφάλεια των ~εων. Βλ. υπερ~.|| ~ με αερόστατο. Ακροβατική/ελεύθερη ~ με αλεξίπτωτο πλαγιάς. Βλ. πετοφοβία. 2. (κατ' επέκτ.) το αντίστοιχο προγραμματισμένο ταξίδι: πολύωρη ~ (βλ. τζετ λαγκ). Απευθείας ~ (: χωρίς ενδιάμεση στάση). ~ με ανταπόκριση/με προορισμό ... Αναβολή/αναχώρηση/άφιξη/καθυστέρηση/ματαίωση της ~ης Αθήνα-Λονδίνο. Κράτηση ~ης. Το πλήρωμα της ~ης. Αναταράξεις κατά την ~. Αεροπορικές/καθημερινές/τακτικές/φτηνές ~εις. Διεθνείς ~εις. ~εις εξωτερικού/εσωτερικού. Πληροφορίες/πρόγραμμα ~εων. Εγκαινιάζεται νέα απευθείας ~ προς ... Το αεροπλάνο εκτελούσε την ~ (με αριθμό/κωδικό) ... 3. (σπάν.-επίσ.) πέταγμα, συνήθ. πτηνού ή εντόμου. ● ΣΥΜΠΛ.: επιμελητής πτήσεων: υπάλληλος της Πολιτικής Αεροπορίας, υπεύθυνος για τη μελέτη και τον σχεδιασμό της εκτέλεσης μιας πτήσης, καθώς και για τον έλεγχο της ασφάλειάς της., επίπεδο πτήσης: η κατακόρυφη απόσταση του αεροπλάνου από το έδαφος, εκφραζόμενη σε εκατοντάδες πόδια: ~ ~ 160., τυφλή πτήση 1. που γίνεται μόνο με τη βοήθεια οργάνων του αεροπλάνου και του πύργου ελέγχου σε περίπτωση έλλειψης ορατότητας (σκοτάδι, ομίχλη, νεφώσεις). 2. (μτφ.) πορεία προς άγνωστη και συνήθ. αρνητική, ολέθρια εξέλιξη: Κοινωνία (που οδηγείται) σε ~ ~ (προς την κρίση). Πβ. στα τυφλά. [< 1: αγγλ. blind flying, 1919] , υψηλή πτήση (μτφ.): αύξηση, ανοδική πορεία: ~ ~ των επιτοκίων. ~ ~ για την οικονομία., χαμηλή πτήση (μτφ.): πτώση: ~ ~ του χρηματιστηρίου. Σε ~ ~ η βιομηχανική παραγωγή., πτήση τσάρτερ βλ. τσάρτερ, σχέδιο πτήσης βλ. σχέδιο ● ΦΡ.: εν πτήσει (λόγ.): κατά τη διάρκεια της πτήσης: ατύχημα/περιπέτεια ~ ~. [< 3: αρχ. πτῆσις, γαλλ. vol, αγγλ. flight, flying]

φως

φως [φῶς] ουσ. (ουδ.) {φωτ-ός | φώτ-α, -ων} 1. ΦΥΣ. ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία που εκπέμπεται από φυσική ή τεχνητή πηγή και διεγείρει την όραση· συνεκδ. η αντίστοιχη πηγή: αμυδρό/απαλό/άπλετο/αχνό/διάχυτο/δυνατό/εκτυφλωτικό/έντονο/ηλιακό/καθαρό/λαμπερό/ορατό/υπεριώδες ~. Ανάκλαση/ανάλυση/(ευθύγραμμη) διάδοση/διάθλαση/πόλωση/ταχύτητα του ~ός. Ακτίνα/δέσμη/κύματα/φάσμα ~ός. Το ~ των αστεριών/του Ήλιου/της Σελήνης. Εκπέμπω ~ (πβ. ακτινοβολώ, λάμπω, φωτίζω). Ξεκίνησαν το ταξίδι με το πρώτο ~ της ημέρας (: το χάραμα).|| Ηλεκτρικό ~. Το ~ της λάμπας/του φάρου. Τα ~α του δρόμου/της πόλης. Τα ~α (= τα φανάρια) της Τροχαίας (Κύπρος). Φωτογραφίζω κόντρα στο ~. Βλ. ημίφως, σκοτάδι.|| Διακόπτης ~ός. Ανάβω/κλείνω/σβήνω το ~. Ανοιχτά/πολύχρωμα/χαλασμένα/χαμηλωμένα ~α. (σε μηχανήματα:) ~α εργασίας. Βλ. γλόμπος, λάμπα, λαμπτήρας, λυχνία.|| (μτφ.) Τα ~α της ράμπας (: το θέατρο, η θεατρική ζωή). 2. (συνεκδ.) η αίσθηση της όρασης: Έχασε/ξαναβρήκε το ~ του. 3. {κυρ. στον πληθ.} (μτφ.) η γνώση, η εμπειρία, κάποιου συνήθ. πάνω σε έναν τομέα: Έχω ένα πρόβλημα και χρειάζομαι τα ~α σας.|| Πόλη/χώρα που (μετ)έδωσε τα ~α του πολιτισμού στον κόσμο. 4. {κυρ. στον πληθ.} (μτφ.) το ενδιαφέρον των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης για κάποιον/κάτι: Όλα τα ~α είναι στραμμένα στον τελικό του Κυπέλλου. 5. οτιδήποτε διαφωτίζει τον άνθρωπο: το ~ της αγάπης/ειρήνης. Το αιώνιο ~ της αλήθειας.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Το ~ του κόσμου (= ο Χριστός). Το ~ της Βασιλείας των Ουρανών/του Λόγου του Θεού. ● Υποκ.: φωτάκι (το): ΣΥΝ. λαμπάκι ● ΣΥΜΠΛ.: Άγιο Φως: ΕΚΚΛΗΣ. το φως της Ανάστασης που λαμβάνεται από τον Πανάγιο Τάφο το μεσημέρι του Μ. Σαββάτου: το θαύμα/η τελετή αφής του ~ου ~ός., λευκό φως: ΦΥΣ. που περιέχει όλα τα μήκη κύματος του ορατού φάσματος με την ίδια περίπου ένταση όπως το ηλιακό φως., ο Αιώνας των Φώτων: η εποχή του Διαφωτισμού., πράσινο φως (μτφ.): άδεια, έγκριση: Δόθηκε το ~ ~ στο νέο νομοσχέδιο. Η κυβέρνηση άναψε/έδωσε ~ ~ για την έναρξη των συνομιλιών με τους ... Πήρε το ~ ~ για την ανέγερση εμπορικού κέντρου. [< αγγλ. green light, 1937] , φως ασφαλείας: φωτισμός που εξακολουθεί να λειτουργεί σε περίπτωση διακοπής του ηλεκτρικού ρεύματος: ηλιακό ~ ~., φώτα διασταύρωσης & μεσαία φώτα: μπροστινοί προβολείς οχήματος τους οποίους οι οδηγοί υποχρεούνται να ανάβουν μισή ώρα μετά τη δύση του Ηλίου., φώτα έκτακτης/επείγουσας ανάγκης & φώτα κινδύνου: αλάρμ., φώτα θέσης & μικρά φώτα & (σπάν.) φώτα στάσης: τα φώτα τoυ oχήματoς πoυ χρησιμoπoιoύνται για να διακρίνεται αυτό και τo πλάτoς τoυ: ~ ~ μπρoστά/πίσω., φώτα πορείας & μεγάλα φώτα & φανοί πορείας: μπροστινά φώτα οχήματος (ή σκάφους) για επαρκή φωτισμό σε απόσταση τουλάχιστον εκατό μέτρων. [< γερμ. Fernlicht] , άκτιστο(ν) φως βλ. άκτιστος, διασπορά του φωτός βλ. διασπορά, έτος φωτός βλ. έτος, ζωδιακό φως βλ. ζωδιακός, η πόλη του φωτός βλ. πόλη, ήχος και φως βλ. ήχος, παλμικό φως βλ. παλμικός, φως ιλαρόν βλ. ιλαρός ● ΦΡ.: είδε το (πρώτο) φως της ζωής/της (η)μέρας/του ήλιου (μτφ.): (για πρόσ.) γεννήθηκε ή (για πράγμα) κυκλοφόρησε ή ανακαλύφθηκε: ~ ~ πριν από σαράντα χρόνια.|| Το δεύτερο βιβλίο του μόλις ~ ~.|| Ένα σημαντικό εύρημα ~ ~ κατά τις ανασκαφές., μου άλλαξε τα φώτα & τα πετρέλαια/τα πέταλα (προφ.): κάποιος ή κάτι με ταλαιπώρησε πολύ: Οι παίκτες ~ξαν ~ στην αντίπαλη ομάδα. Οι αυξήσεις των τιμών μάς ~ξαν ~. ΣΥΝ. μου άλλαξε/μου έβγαλε τον αδόξαστο/την πίστη/την Παναγία, ποιος στραβός/τυφλός δεν θέλει το φως του; (εμφατ.): ως έκφραση που δηλώνει ότι όλοι θα ήθελαν να τους συμβεί κάτι πολύ καλό ή να λυθεί κάποιο πρόβλημά τους., ρίχνω φως 1. φωτίζω: Ρίξε μου λίγο ~ με τον φακό. 2. (μτφ.) ξεκαθαρίζω, διαλευκαίνω: Η έρευνα ~ξε ~ στο ζήτημα/στην υπόθεση. Πβ. ξεδιαλύνω., στο φως: για κάτι που αποκαλύπτεται, δημοσιοποιείται: Η έρευνα έφερε ~ ~ νέα στοιχεία για την υπόθεση. Η αλήθεια πρέπει να βγει ~ ~.|| Όλα ~ ~! Βγήκαν/ήρθαν ~ ~ (: στην επιφάνεια) απόρρητα έγγραφα., υπό το φως (λόγ.) & κάτω από το φως 1. (μτφ.) από την οπτική γωνία, από τη σκοπιά: Το δικαστήριο θα επανεξετάσει την απόφαση ~ ~ των νέων αποκαλύψεων/στοιχείων. Οι σχέσεις των δύο χωρών θα πρέπει να εξεταστούν ~ ~ των πρόσφατων εξελίξεων. 2. με το φως: Δείπνο ~ ~ των κεριών/του φεγγαριού. [< γαλλ. à la lumière] , φως μου!: προσφώνηση προσφιλούς, οικείου προσώπου: Σ' αγαπώ ~ ~!, (είναι) φως φανάρι! βλ. φανάρι, βλέπει το φως/έρχεται στο φως της δημοσιότητας βλ. δημοσιότητα, γενηθήτω φως (και εγένετο φως) βλ. γενηθήτω, φως στο τούνελ βλ. τούνελ [< αρχ. φῶς, γαλλ. lumière, αγγλ. light]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.