Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 4 εγγραφές  [0-4]


  • τόκα1 τό-κα ουσ. (θηλ.) 1. κυλινδρικό συνήθ. καπέλο, χωρίς γείσο. 2. & τοκάς (ο): είδος πόρπης, αγκράφα: ασημένια/μεταλλική/ξύλινη/χρυσή ~. Σανδάλια με ~ά και μπαρέτα. [< 1: γαλλ. toque 2: τουρκ. toka]
  • τόκα2 τό-κα επιφών. (λαϊκό): για χαιρετισμό ή και κλείσιμο συμφωνίας που συνοδεύεται από χειραψία ή τσούγκρισμα ποτηριών: ~ (το)! ΣΥΝ. κόλλα το/κόλλα πέντε! ● ΦΡ.: κάνω τόκα με κάποιον: κλείνω συμφωνία. [< ιταλ. tocca]
  • τόκαμακ τό-κα-μακ ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: ΦΥΣ. ΠΥΡ. πυρηνικός αντιδραστήρας για τον περιορισμό του πλάσματος μέσω μαγνητικού πεδίου σε περίπτωση θερμοπυρηνικών αντιδράσεων. [< ρωσ. tokamak, αγγλ. ~, 1965, γαλλ. ~, 1973]
  • τοκάτα το-κά-τα ουσ. (θηλ.): ΜΟΥΣ. σύνθεση ελεύθερου στιλ, συνήθ. για πληκτροφόρο όργανο, η οποία απαιτεί δεξιοτεχνία από τον σολίστα: ~ για πιάνο και ορχήστρα. Πρελούδιο-~. Βλ. φούγκα. [< ιταλ. toccata]

φούγκα

φούγκα φού-γκα ουσ. (θηλ.): ΜΟΥΣ. πολυφωνική αντιστικτική σύνθεση για δύο έως πέντε φωνές: ~ σε λα ελάσσονα. Πβ. κανόνας, μίμηση. Βλ. πρελούδιο, τοκάτα. ΣΥΝ. φυγή (4) [< ιταλ. fuga]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.