τόκα1 τό-κα ουσ. (θηλ.) 1. κυλινδρικό συνήθ. καπέλο, χωρίς γείσο. 2. & τοκάς (ο): είδος πόρπης, αγκράφα: ασημένια/μεταλλική/ξύλινη/χρυσή ~. Σανδάλια με ~ά και μπαρέτα. [< 1: γαλλ. toque 2: τουρκ. toka]
τόκα2 τό-κα επιφών. (λαϊκό): για χαιρετισμό ή και κλείσιμο συμφωνίας που συνοδεύεται από χειραψία ή τσούγκρισμα ποτηριών: ~ (το)! ΣΥΝ. κόλλα το/κόλλα πέντε! ● ΦΡ.: κάνω τόκα με κάποιον: κλείνω συμφωνία. [< ιταλ. tocca]
τόκαμακ τό-κα-μακ ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: ΦΥΣ. ΠΥΡ. πυρηνικός αντιδραστήρας για τον περιορισμό του πλάσματος μέσω μαγνητικού πεδίου σε περίπτωση θερμοπυρηνικών αντιδράσεων. [< ρωσ. tokamak, αγγλ. ~, 1965, γαλλ. ~, 1973]
τοκάτα το-κά-τα ουσ. (θηλ.): ΜΟΥΣ. σύνθεση ελεύθερου στιλ, συνήθ. για πληκτροφόρο όργανο, η οποία απαιτεί δεξιοτεχνία από τον σολίστα: ~ για πιάνο και ορχήστρα. Πρελούδιο-~. Βλ. φούγκα. [< ιταλ. toccata]
φούγκα
φούγκα φού-γκα ουσ. (θηλ.): ΜΟΥΣ. πολυφωνική αντιστικτική σύνθεση για δύο έως πέντε φωνές: ~ σε λα ελάσσονα. Πβ. κανόνας, μίμηση. Βλ. πρελούδιο, τοκάτα. ΣΥΝ. φυγή (4) [< ιταλ. fuga]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.