Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • τόρμος τόρ-μος ουσ. (αρσ.): ΤΕΧΝΟΛ. προεξέχον τμήμα εξαρτήματος που προσαρμόζεται στην υποδοχή κάποιου άλλου: ένωση με ~ο. Βλ. γόμφος, δόντι. [< αρχ. τόρμος, γαλλ. tenon]

γόμφος

γόμφος γόμ-φος ουσ. (αρσ.): ΤΕΧΝΟΛ. μεταλλικός ή ξύλινος σύνδεσμος, σφήνα για τη συνένωση τμημάτων μιας κατασκευής. Πβ. βλήτρο. [< αρχ. γόμφος]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.