Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • τύρβη τύρ-βη ουσ. (θηλ.) 1. (απαιτ. λεξιλόγ.) θόρυβος, οχλαγωγία: μακριά από την ~ της αγοράς/της πόλης (πβ. αναταραχή). Η ~ της καθημερινότητας. 2. (επιστ.) ακανόνιστη ροή αερίου ή ρευστού: (ΦΥΣ.) η ~ του ανέμου. Ένταση της ~ης. Μοντέλα ~ης. Πβ. στροβιλισμός.|| (ΑΣΤΡΟΝ.) Ατμοσφαιρική ~. Βλ. στίλβη. [< 1: αρχ. τύρβη 2: γαλλ. turbulence, 1956]

στίλβη

στίλβη στίλ-βη ουσ. (θηλ.) 1. ΑΣΤΡΟΝ. γρήγορη και ακανόνιστη διακύμανση στη λαμπρότητα ενός αστέρα. Πβ. μαρμαρυγή. Βλ. τύρβη. 2. (σπάν.-λογοτ.) λάμψη, φωτεινότητα. [< πβ. αρχ. στίλβη ‘λαμπάδα, λυχνάρι’, γαλλ. scintillation]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.