Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • τύρφη τύρ-φη ουσ. (θηλ.): ΓΕΩΛ. οργανικό ίζημα, το οποίο δημιουργείται από τη συσσώρευση και την ατελή αποσύνθεση υπολειμμάτων ποωδών φυτών σε συνθήκες έλλειψης ατμοσφαιρικού αέρα: αποθέματα/εξόρυξη/κοιτάσματα/μπρικέτες/σχηματισμός ~ης. ~ για φυτά (βλ. λίπασμα, φυλλόχωμα). [< γερμ. Torf]

λίπασμα

λίπασμα λί-πα-σμα ουσ. (ουδ.) {λιπάσμ-ατος | -ατα, -άτων}: ΓΕΩΠ. κάθε ουσία που προστίθεται σε καλλιεργούμενο έδαφος για διατήρηση ή βελτίωση της γονιμότητάς του: διαφυλλικά/στερεά (π.χ. κοκκώδη, κρυσταλλικά)/υγρά/υδατοδιαλυτά ~ατα. Βιολογικά/ζωικά/οργανικά/φυσικά/φυτικά/χλωρά ~ατα (βλ. κοπριά). Αζωτούχα/καλιούχα/σύνθετα ή μικτά (: που περιέχουν περισσότερα από ένα θρεπτικά συστατικά)/φωσφορικά ~ατα. Ανόργανα/συνθετικά/χημικά ~ατα (: που έχουν υποστεί βιομηχανική επεξεργασία ή συντίθενται βιομηχανικά). ~ για δέντρα/φυτά. ~ατα βραδείας απελευθέρωσης. Βλ. ευτροφισμός. [< μτγν. λίπασμα 'λιπαρή ουσία, (για ποταμό) που κάνει με τη λάσπη του γόνιμο το έδαφος', γαλλ. engrais]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.