τύρφη τύρ-φη ουσ. (θηλ.): ΓΕΩΛ. οργανικό ίζημα, το οποίο δημιουργείται από τη συσσώρευση και την ατελή αποσύνθεση υπολειμμάτων ποωδών φυτών σε συνθήκες έλλειψης ατμοσφαιρικού αέρα: αποθέματα/εξόρυξη/κοιτάσματα/μπρικέτες/σχηματισμός ~ης. ~ για φυτά (βλ. λίπασμα, φυλλόχωμα). [< γερμ. Torf]
λίπασμα
λίπασμα λί-πα-σμα ουσ. (ουδ.) {λιπάσμ-ατος | -ατα, -άτων}: ΓΕΩΠ. κάθε ουσία που προστίθεται σε καλλιεργούμενο έδαφος για διατήρηση ή βελτίωση της γονιμότητάς του: διαφυλλικά/στερεά (π.χ. κοκκώδη, κρυσταλλικά)/υγρά/υδατοδιαλυτά ~ατα. Βιολογικά/ζωικά/οργανικά/φυσικά/φυτικά/χλωρά ~ατα (βλ. κοπριά). Αζωτούχα/καλιούχα/σύνθετα ή μικτά (: που περιέχουν περισσότερα από ένα θρεπτικά συστατικά)/φωσφορικά ~ατα. Ανόργανα/συνθετικά/χημικά ~ατα (: που έχουν υποστεί βιομηχανική επεξεργασία ή συντίθενται βιομηχανικά). ~ για δέντρα/φυτά. ~ατα βραδείας απελευθέρωσης. Βλ. ευτροφισμός. [< μτγν. λίπασμα 'λιπαρή ουσία, (για ποταμό) που κάνει με τη λάσπη του γόνιμο το έδαφος', γαλλ. engrais]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.