Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 4 εγγραφές  [0-4]


  • υλικό [ὑλικό] υ-λι-κό ουσ. (ουδ.) 1. κάθε ουσία από την οποία αποτελείται ή κατασκευάζεται κάτι: εύκαμπτο/ευτελές ~. Ακατέργαστα/αναλώσιμα/δομικά/μονωτικά/οδοντιατρικά/οικοδομικά/πλαστικά/σύνθετα/συνθετικά/υποστηρικτικά/φυσικά/χημικά ~ά. Τα ~ά (= συστατικά) της συνταγής. Aστοχία ~ού (: μειωμένη ανθεκτικότητα). Kακής/καλής ποιότητας ~ά. Προϊόντα από αγνά ~ά. Από τι ~ είναι φτιαγμένο αυτό το παιχνίδι; Αποθήκη ~ών. Πβ. ύλη. 2. σύνολο στοιχείων, δεδομένων που χρησιμοποιούνται σε συγκεκριμένη δραστηριότητα: αθλητικό/αποδεικτικό/αρχειακό/άψυχο/διαφημιστικό/εκπαιδευτικό/ενημερωτικό/έντυπο/εντυπωσιακό/εποπτικό/ηλεκτρολογικό/οπτικοακουστικό/πληροφοριακό/πλούσιο/πολυμεσικό/προπαγανδιστικό/προωθητικό/στρατιωτικό/υγειονομικό/υποστηρικτικό/φωτογραφικό ~. ~ αναφοράς (βλ. πορτφόλιο). ~ για έρευνα/μελέτη/σκέψη/συζήτηση. Αναζήτηση/διάθεση/διανομή/κατάταξη/προβολή/συγκέντρωση/ψηφιοποίηση ~ού. (ΣΤΡΑΤ.) Σώμα ~ού Πολέμου. Συλλογή γλωσσικού ~ού.|| Το συγκρότημα ηχογραφεί το καινούργιο του ~ (: νέα τραγούδια).|| Το έμψυχο ~ της εταιρείας (: το ανθρώπινο δυναμικό). 3. ΠΛΗΡΟΦ. υλισμικό: υποστήριξη ~ού και λογισμικού. Συστήματα διαχείρισης ~ού. Πβ. χάρντγουερ. ● ΣΥΜΠΛ.: επιστήμη των υλικών: διεπιστημονικός κλάδος που ασχολείται με τις ιδιότητες της ύλης και τις εφαρμογές της σε διάφορους τομείς. Βλ. νανο-επιστήμες, -τεχνολογία. [< αγγλ. materials science, 1956] , αδρανή υλικά βλ. αδρανής, αντοχή (των) υλικών βλ. αντοχή, γενετικό υλικό βλ. γενετικός, θρεπτικό υλικό/μέσο βλ. θρεπτικός, κεραμικά υλικά βλ. κεραμικός, πληρωτικά υλικά βλ. πληρωτικός, τράπεζα βιολογικού υλικού βλ. τράπεζα, τράπεζα γενετικού υλικού βλ. τράπεζα, φερτές ύλες βλ. φερτός [< αρχ. ὑλικόν, γαλλ. matériel]
  • υλικός , ή, ό [ὑλικός] υ-λι-κός επίθ.: που αποτελείται από ύλη ή αναφέρεται σε αυτή: ~ός: κόσμος. ~ή: διάσταση (του ανθρώπου)/κατασκευή/ουσία/υπόσταση (ΑΝΤ. πνευματική). ~ό: σώμα. Πβ. ενσώματος. ΑΝΤ. ασώματος, άυλος.|| ~ός: εξοπλισμός/πλούτος. ~ή: αποζημίωση/(ΝΟΜ.) αρμοδιότητα/ασφάλεια/βλάβη/βοήθεια/δύναμη/ενίσχυση/ευημερία (βλ. υλισμός)/ικανοποίηση/καταστροφή/στήριξη/συμπαράσταση/υπεροχή/υποδομή. ~ές: απολαύσεις/ζημιές. ~ά: αγαθά/αντικείμενα. ~ή πολιτιστική κληρονομιά. Βλ. ηθικός. [< αρχ. ὑλικός, γαλλ. matériel]
  • υλικοτεχνικός , ή, ό [ὑλικοτεχνικός] υ-λι-κο-τε-χνι-κός επίθ.: τα υλικά και τεχνικά μέσα που αποτελούν την απαραίτητη υποδομή για τη διεξαγωγή ενός έργου ή τη λειτουργία ενός οργανισμού: ~ός: εξοπλισμός/σχεδιασμός. ~ή: βάση/βοήθεια/μέριμνα/οργάνωση/(υπο)στήριξη. ~ές: ανάγκες/ελλείψεις. Από ~ή άποψη. ● επίρρ.: υλικοτεχνικά
  • υλικότητα [ὑλικότητα] υ-λι-κό-τη-τα ουσ. (θηλ.) (λόγ.): το χαρακτηριστικό γνώρισμα της ύλης: ~ του σώματος.|| (ΘΕΟΛ.) Η (μη) ~ του Θεού. Βλ. -ότητα. [< γαλλ. matérialité]

αδρανής

αδρανής, ής, ές [ἀδρανής] α-δρα-νής επίθ. {αδραν-ούς | -είς (ουδ. -ή)} 1. που δεν δραστηριοποιείται, δεν αντιδρά: Παρακολουθούσε ~ (= απαθής) τον καβγά. Οι Αρχές παρέμειναν ~είς μπροστά ... Πβ. νωθρός.|| (κατ' επέκτ.) ~είς (τραπεζικοί) λογαριασμοί. 2. ΧΗΜ. (για υλικό σώμα) που η κατάστασή του δεν μπορεί να μεταβληθεί χωρίς εξωτερική επίδραση: ~ής: πυρήνας. ~ής: ατμόσφαιρα/μάζα. ~ές: στοιχείο (: που δεν αντιδρά εύκολα με άλλα στοιχεία ή ενώσεις)/σύστημα.|| ~ή: απόβλητα (: που δεν υφίστανται καμία σημαντική φυσική, χημική ή βιολογική μετατροπή). ● ΣΥΜΠΛ.: αδρανή υλικά: ΤΕΧΝΟΛ. δομικά υλικά (π.χ. άμμος, πέτρες, χαλίκια) από τα οποία μέσω κατάλληλου συνδετικού μέσου, λόγω της χημικής τους αδράνειας σε αυτό, προκύπτει σύνθετο συμπαγές υλικό (λ.χ. τσιμεντοκονίαμα, σκυρόδεμα). [< αγγλ. aggregate] , ευγενή/αδρανή/σπάνια αέρια βλ. αέριο [< 1: αρχ. ἀδρανής 2: γαλλ. inerte]

αντοχή

αντοχή [ἀντοχή] α-ντο-χή ουσ. (θηλ.) 1. ΦΥΣ. η ιδιότητα υλικού σώματος να αντιστέκεται στις δυνάμεις που του ασκούνται, χωρίς να μεταβάλλεται μόνιμα: άριστη/εγγυημένη/ελάχιστη/θλιπτική/μέγιστη/μέτρια/μηχανική/περιορισμένη/υψηλή ~. Εξαιρετικής/μεγάλης ~ής. ~ μετάλλου/χρώματος. ~ θραύσης (π.χ. σκυροδέματος). (Δεν) έχει καλή ~ στον αέρα/στις καιρικές συνθήκες/σε κάμψη/στο νερό/στο πλύσιμο/στην υγρασία/στο φως/στη φωτιά/στον χρόνο/στο ψύχος. Πβ. ανθεκτικότητα. Βλ. πυρ~. 2. η ικανότητα οργανισμού, οργάνου, θεσμού να αντιστέκεται στην καταπόνηση και τη φθορά: αυξημένη/βιολογική/καρδιοαναπνευστική/μειωμένη/σωματική ~. ~ στην κόπωση/στον πόνο. Βιολογικά όρια ~ής. || (μτφ.) Ψυχική ~. ~ στις στερήσεις. Ξεπέρασε τα όρια της ~ής μου (πβ. ανοχή). Εξαντλήθηκε η υπομονή και οι ~ές μου.|| Οι ~ές της οικονομίας/του συστήματος. ● ΣΥΜΠΛ.: αντοχή (των) υλικών: ΜΗΧΑΝ. κλάδος που μελετά την αντοχή των στερεών υπό ένταση, την κατανομή των τάσεων σε αυτά, τις παραμορφώσεις καθώς και τις σχέσεις τάσεων-παραμορφώσεων: πειραματική ~ ~., δρόμος αντοχής: ΑΘΛ. αγώνισμα δρόμου σε αποστάσεις από τρεις χιλιάδες μέτρα και πάνω: ~ ~ πέντε/δέκα χιλιάδων μέτρων. ~ ~ ανδρών/γυναικών. Βλ. δόλιχος, ημιαντοχή, μαραθώνιος, στιπλ., τεστ αντοχής βλ. τεστ [< πβ. μτγν. ἀντοχή 'προσκόλληση, πρόσφυση', γαλλ. résistance, endurance]

γενετικός

γενετικός, ή, ό γε-νε-τι-κός επίθ. 1. ΒΙΟΛ. που σχετίζεται με τη γενετική, τα γονίδια ή την κληρονομικότητα: ~ός: αλγόριθμος/(ανα)συνδυασμός/εκφυλισμός/έλεγχος/καθορισμός φύλου/μηχανισμός/παράγοντας/προγραμματισμός/τύπος. ~ή: αλληλεπίδραση/αλλοίωση/ανάλυση/βελτίωση (βλ. ευγονική)/διάγνωση/επιστήμη (= η Γενετική)/έρευνα/θεραπεία/ιατρική/προδιάθεση/τεχνολογία/χαρτογράφηση. ~ό: τεστ (βλ. Ντι-Εν-Έι τεστ)/υβρίδιο/υπόβαθρο. ~ές: διαφορές/μεταβολές/μεταλλάξεις/παράμετροι. ~ά: αίτια/δεδοµένα/ευρήματα/χαρακτηριστικά. Πβ. γονιδιακός. Βλ. βιο~, δια~, κυτταρο~.|| (ΙΑΤΡ.) ~ές: ασθένειες. ~ά: ελαττώματα/νοσήματα/σύνδρομα. ΣΥΝ. κληρονομικός, συγγενής. 2. (επιστ.) που σχετίζεται με τη γένεση, την προέλευση: ~ή: μέθοδος. Βλ. εθνο~, ορο~, πετρο~.|| (ΓΛΩΣΣ.) ~ή: σημασιολογία/σύνταξη/φωνολογία. ● επίρρ.: γενετικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: γενετική εξέλιξη & γενετική απόκλιση/εκτροπή/παρέκκλιση: ΒΙΟΛ. διακυμάνσεις στη συχνότητα εμφάνισης ενός γονιδίου από τη μία γενιά στην άλλη σε έναν μικρό, απομονωμένο πληθυσμό, που καθορίζει την απώλεια ή διατήρηση του συγκεκριμένου γονιδίου: ~ ~ του είδους. [< αγγλ. genetic drift, 1945] , γενετική ποικιλότητα/ποικιλομορφία: ΒΙΟΛ. διαφοροποίηση ανάμεσα σε άτομα ή και πληθυσμούς ενός είδους: προστασία της ~ής ~ας. Πβ. βιοποικιλότητα. Βλ. πολυμορφισμός., γενετική συμβουλευτική: ΙΑΤΡ. ενημέρωση μελλοντικών γονέων για τις στατιστικές πιθανότητες να κληρονομήσει το παιδί γενετικές νόσους, καθώς και για τη διάγνωση και θεραπεία τους. Βλ. προγεννητικός έλεγχος. [< αγγλ. genetic counseling, 1949] , γενετικό υλικό: ΒΙΟΛ. ο φορέας των γενετικών πληροφοριών (που μπορεί να περιέχονται στο DNA, στα γονίδια, στα χρωμοσώματα ή στο σύνολο του γονιδιώματος) ενός οργανισμού: ζωικό/φυτικό ~ ~. ~ ~ του ανθρώπου/του ιού/των κυττάρων/των μιτοχονδρίων. Ανάλυση/βελτίωση/έλεγχος/ταυτοποίηση/τράπεζα/χαρτογράφηση ~ού ~ού. Επέμβαση στο ~ ~., γενετικός δείκτης: ΒΙΟΛ. γονίδιο ή τμήμα DNA, του οποίου η θέση στο χρωμόσωμα είναι γνωστή και το οποίο σχετίζεται με συγκεκριμένο γενετικό χαρακτηριστικό· συνήθ. χρησιμοποιείται για την ανίχνευση κληρονομικών νόσων. [< αγγλ. genetic marker, 1969] , γενετικός κώδικας: ΒΙΟΧ. η αλληλουχία των νουκλεοτιδίων του DNA (ή του RNA) που καθορίζει την αλληλουχία των αμινοξέων στις πρωτεΐνες· βιοχημική βάση της κληρονομικότητας που είναι καθολική για όλους τους οργανισμούς. [< αγγλ. genetic code, 1961] , γενετικός/γονιδιακός χάρτης: ΒΙΟΛ. απεικόνιση της θέσης και της διάταξης των γονιδίων στα χρωμοσώματα: ~ ~ ασθενειών. Το 2003 ολοκληρώθηκε ο ~ ~ του ανθρώπου. Βλ. γονιδίωμα. [< αγγλ. genetic map, 1957] , γενετικά/γενετικώς τροποποιημένος βλ. τροποποιώ, γενετική μηχανική βλ. μηχανική, γενετική πληροφορία βλ. πληροφορία, γενετική ποικιλία βλ. ποικιλία, γενετική ψυχολογία βλ. ψυχολογία, γενετική/συγγενής ανωμαλία βλ. ανωμαλία, γενετική-μετασχηματιστική γραμματική βλ. γραμματική, γενετικό αποτύπωμα/αποτύπωμα DNA βλ. αποτύπωμα, γενετικοί πόροι βλ. πόρος, γονιδιακή/γενετική δεξαμενή βλ. δεξαμενή, τράπεζα γενετικού υλικού βλ. τράπεζα [< γαλλ. génétique, αγγλ. genetic, 1908]

ηθικός

ηθικός, ή, ό [ἠθικός] η-θι-κός επίθ. 1. που αναφέρεται στην ηθική και το ήθος· ειδικότ. που σχετίζεται με ή απορρέει από τις έννοιες του καλού και του κακού, του σωστού και του λάθους, του πρέποντος και του μη πρέποντος, όπως αυτές επιβάλλονται από τον άγραφο νόμο ή τη συνείδηση του καθενός: ~ός: σχετικισμός. ~ή: αγωγή/ανάπτυξη (: διάπλαση χαρακτήρα, διαπαιδαγώγηση)/ανωτερότητα/(ΝΟΜ.) αυτουργία/διδασκαλία/επιβεβαίωση/Θεολογία/κατάπτωση/μόλυνση/Φιλοσοφία. ~ό: σύστημα. ~οί: κανόνες. ~ές: αξίες/διαστάσεις/προεκτάσεις. ~ά: κίνητρα. Είναι ~ών αρχών (= ~ός). Δεν έχει ~ούς δισταγμούς/ενδοιασμούς/φραγμούς. Εξετάζω/κρίνω κάτι από ~ής πλευράς/σκοπιάς. Η ~ή συνείδηση (ή σπανιότ. αίσθηση)/υπόσταση του ανθρώπου. Το ~ό δικαίωμα του δημιουργού (βλ. πνευματικά δικαιώματα). Φέρει τεράστια (νομική/πολιτική και) ~ή ευθύνη. Έχω την ~ή υποχρέωση/~ό χρέος (/καθήκον) να τον βοηθήσω. Ανέλαβε την ~ή δέσμευση να ... Η ανθρωπιστική δράση είναι ~ή επιταγή. Βλ. βιο~, μετα~. 2. (ειδικότ.) ενάρετος, καλός, τίμιος: ~ός: άνθρωπος/πολιτικός. Είναι ~ό στοιχείο (= ~ χαρακτήρας).|| ~ή: συμπεριφορά. ~ές: πράξεις. Πβ. αγνός, ακέραιος, δίκαιος, εγκρατής, σεμνός, χρηστός. Βλ. αισχρός, διεφθαρμένος, φαύλος. ΑΝΤ. ανήθικος 3. που σχετίζεται με τον ψυχικό κόσμο κάποιου ή την προσωπικότητά του ή που έχει συναισθηματική αξία: ~ή: ανωτερότητα. ~ές: αρετές. ~ά: προτερήματα/χαρίσματα. Πβ. ψυχοπνευματικός.|| ~ή: αμοιβή/(υπο)στήριξη (ΑΝΤ. υλική, χρηματική). ~ή: νίκη. ● επίρρ.: ηθικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: ηθική ικανοποίηση: αίσθημα δικαιοσύνης και ευχαρίστησης για καλή πράξη ή θετική κατάληξη αγώνα ή φιλοδοξίας: Αισθάνομαι/νιώθω (μεγάλη) ~ ~. Η ~ ~ θα είναι η μοναδική ανταμοιβή μας. Βλ. αγαθοεργία. [< γαλλ. satisfaction morale] , ηθικός κώδικας/νόμος: το σύνολο των άγραφων και άτυπων κανόνων ηθικής που επικρατούν σε μια κοινωνία. Πβ. φυσικό δίκαιο. [< γαλλ. code/loi morale] , ηθική αποζημίωση βλ. αποζημίωση, ηθική βλάβη βλ. βλάβη, ηθική παρενόχληση βλ. παρενόχληση, ηθικής τάξης/τάξεως βλ. τάξη, ηθικό ανάστημα βλ. ανάστημα, ηθικό δίδαγμα βλ. δίδαγμα, ηθικός κίνδυνος βλ. κίνδυνος, ηθικός πανικός βλ. πανικός, ηθικός τουρισμός βλ. τουρισμός, ηθικός/έμμεσος αυτουργός βλ. αυτουργός ● βλ. ηθικό [< αρχ. ἠθικός ‘σχετικός με την ηθική, εκφραστικός, ευγενικός’, γαλλ. moral, éthique, αγγλ. ethical]

θρεπτικός

θρεπτικός, ή, ό θρε-πτι-κός επίθ.: που συντελεί στην επιβίωση και την ανάπτυξη των ζωικών ή φυτικών οργανισμών: ~ός: καρπός/χυμός. ~ή: ικανότητα (του εδάφους)/κατάσταση (των ασθενών/ζώων/φυτών)/ουσία/τροφή. ~ό: γεύμα/(ΧΗΜ.) διάλυμα/προϊόν/συμπλήρωμα (διατροφής). ~ά: στοιχεία/συστατικά. Το μέλι έχει μεγάλη ~ή αξία. Βλ. μακρο~, μικρο~. ● επίρρ.: θρεπτικά ● ΣΥΜΠΛ.: θρεπτικό υλικό/μέσο: ΒΙΟΛ.- ΙΑΤΡ. ουσία μέσα στην οποία μπορούν να επιβιώσουν και να αναπτυχθούν μικροοργανισμοί και κύτταρα. [< αρχ. θρεπτικός, γαλλ. nutritif]

κεραμικός

κεραμικός, ή, ό κε-ρα-μι-κός επίθ.: ΤΕΧΝΟΛ. που κατασκευάζεται από πηλό ή άλλες ανόργανες μη μεταλλικές πρώτες ύλες, οι οποίες υφίστανται επεξεργασία και μορφοποίηση σε υψηλές θερμοκρασίες: ~ή: γλάστρα. ~ά: αγγεία/δοχεία/πιάτα. Πβ. πήλινος. Βλ. ολο~, πορσελάνινος.|| ~ή: κουζίνα (: με ~ές εστίες). ~ά: είδη/πλακάκια (τοίχων και δαπέδων).|| (σε αυτοκίνητο:) ~οί καταλύτες. ~ά: δισκόφρενα.|| ~ός: κλίβανος/τροχός (: στην παραδοσιακή αγγειοπλαστική). ~ή: βιομηχανία. ● Ουσ.: κεραμικά (τα) : ενν. αντικείμενα ή προϊόντα: χειροποίητα ~.|| (ΟΙΚΟΔ.-ΤΕΧΝΟΛ.) Δομικά/ηλεκτρονικά ~., κεραμική (η): η τέχνη και τεχνική της δημιουργίας χρηστικών ή διακοσμητικών κεραμικών αντικειμένων· ο τομέας της βιοτεχνίας και της βιομηχανίας που τα κατασκευάζει: αρχαία ελληνική/παραδοσιακή/σύγχρονη ~. Πβ. αγγειο-, πηλο-πλαστική. ΣΥΝ. κεραμευτική, κεραμοποιία (2), κεραμουργία (1) [< αρχ. κεραμική] ● ΣΥΜΠΛ.: κεραμικά υλικά: που χρησιμοποιούνται για την παρασκευή κεραμικών προϊόντων. Βλ. αλουμίνα, άργιλος, ζιρκονία. [< αρχ. κεραμικός, γαλλ. céramique, αγγλ. ceramic]

-ότητα

-ότητα (λόγ.) επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. κατάσταση ή χαρακτηριστικό: αυστηρ~/γνησι~/προνοητικ~. Βλ. -ύτητα.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Oσι~/παναγι~. Αγι~/ιερ~ (ΣΥΝ. -οσύνη). 2. (περιληπτ., παράγ. από ουσ.) σύνολο ατόμων με κοινή ιδιότητα: αδελφ~/ανθρωπ~. [< αρχ. -ότης]

πληρωτικός

πληρωτικός, ή, ό πλη-ρω-τι-κός επίθ.: που γεμίζει κάτι· κυρ. στο ● ΣΥΜΠΛ.: πληρωτικά υλικά: ΧΗΜ.-ΤΕΧΝΟΛ. αδρανή υλικά που προστίθενται κατά την παραγωγή ενός προϊόντος και επηρεάζουν την τελική σύστασή του, εξυπηρετώντας κάποιον λειτουργικό ρόλο, όπως η μείωση του κόστους του ή η βελτίωση της ποιότητάς του. Πβ. φίλερ. [< αγγλ. fillers] [< αρχ. πληρωτικός]

τράπεζα

τράπεζα τρά-πε-ζα ουσ. (θηλ.) {-ας (λόγ.) τραπέζ-ης | -ών} 1. ΟΙΚΟΝ. οικονομικός και χρηματοπιστωτικός οργανισμός που ασχολείται με το εμπόριο χρήματος και την παροχή ειδικών υπηρεσιών που σχετίζονται με χρεόγραφα, δανεισμό, πιστώσεις, καταθέσεις, αναλήψεις, έκδοση νομίσματος ή φύλαξη τίτλων: αποταμιευτική/κτηματική/μεταβατική ~. ~ επενδύσεων/συναλλάγματος. Δημόσιες/διεθνείς/εγχώριες/ιδιωτικές/κρατικές/ξένες/στεγαστικές/συνεταιριστικές ~ες. ~ες κρατικού ενδιαφέροντος. Το ΑΤΜ/η διοίκηση/το μετοχικό κεφάλαιο/οι πελάτες της ~ας. Ενοικίαση των θυρίδων της ~ας. Καλή και κακή ~. Διευθυντής/ταμίας/υπάλληλος σε ~. Μεταφορά χρημάτων/πληρωμή μέσω ~ης. Εξαγορές/ιδιωτικοποιήσεις/συγχωνεύσεις ~ών. Θυγατρικές/(υπο)καταστήματα ~ών. Άνοιξε/διατηρεί λογαριασμό στην ~.|| Ηλεκτρονική ~ (: για τραπεζικές συναλλαγές μέσω διαδικτύου). Βλ. παρα~. 2. (συνεκδ.) το κτίριο στο οποίο στεγάζεται ο ανωτέρω οργανισμός ή/και κάθε παράρτημά του. 3. χώρος συλλογής, αποθήκευσης, συντήρησης ή/και επεξεργασίας κάποιου πράγματος: (ΙΑΤΡ.) ~ μοσχευμάτων.|| ~ θεμάτων (διαβαθμισμένης δυσκολίας)/νομικών πληροφοριών. Βλ. ταμείο. 4. (λόγ.) τραπέζι: (ΙΑΤΡ.) Χειρουργικές ~ες.|| (ΑΡΧΑΙΟΛ.) ~ προσφορών της παλαιοχριστιανικής περιόδου. Βλ. φωτο~. 5. ΕΚΚΛΗΣ. (σε μοναστήρι) το μεγάλο τραπέζι ή ο χώρος για ομαδικά γεύματα και συνεκδ. το γεύμα που προσφέρεται εκεί: Κάθισαν στην ~.|| Η ~ της Μονής. Πβ. τραπεζαρία.|| Παρετέθη πλούσια ~. 6. ΓΕΩΛ. περιοχή που έχει μεγαλύτερο ύψος από αυτές που βρίσκονται γύρω της: ~ πάγου (πβ. κρηπίδα πάγου). ● ΣΥΜΠΛ.: Αγία Τράπεζα: ΕΚΚΛΗΣ. τραπέζι στο Ιερό Βήμα χριστιανικού ναού για την τέλεση της Θείας Ευχαριστίας. Βλ. αντιμήνσιο, αρτοφόριο, ειλητό., τράπεζα βιολογικού υλικού: ΒΙΟΛ.- ΙΑΤΡ. βιοτράπεζα., τράπεζα γενετικού υλικού & (σπάν.) γενετική τράπεζα: ΒΙΟΛ.-ΟΙΚΟΛ. χώρος συλλογής, αποθήκευσης και συντήρησης του γενετικού υλικού ανθρώπων, ζώων ή φυτών για ερευνητικούς συνήθ. σκοπούς. Βλ. γονιδιωματική βιβλιοθήκη., τράπεζα δεδομένων/πληροφοριών: ΠΛΗΡΟΦ. σύνολο δεδομένων σχετικών μεταξύ τους που είναι οργανωμένα και καταχωρημένα ηλεκτρονικά: ψηφιακή ~ ~. Εθνικές/κεντρικές ~ες ~. Δημιουργία ~ας ~. Βλ. βάση δεδομένων. [< αγγλ. data bank, 1966] , Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών: ΟΙΚΟΝ. διεθνής τράπεζα και οργανισμός που ιδρύθηκε το 1930 και επιδιώκει τη συνεργασία μεταξύ των κεντρικών τραπεζών και την παροχή διευκολύνσεων για διεθνείς χρηματοδοτικές πράξεις. [< αγγλ. Bank for International Settlements] , Τράπεζα Τροφίμων: κοινωφελές ίδρυμα που έχει ως σκοπό τη συγκέντρωση τροφίμων με δωρεές και τη διάθεσή τους σε ευπαθείς ομάδες: ~ ~ του δήμου .../της Ιεράς Μητρόπολης ... [< αμερικ. food bank, 1971] , εκδοτική τράπεζα βλ. εκδοτικός, Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα βλ. ευρωπαϊκός, κεντρική τράπεζα βλ. κεντρικός, συζήτηση στρογγυλής τραπέζης βλ. στρογγυλός, τράπεζα αίματος βλ. αίμα, τράπεζα σπέρματος βλ. σπέρμα ● ΦΡ.: τραπέζι των διαπραγματεύσεων βλ. διαπραγμάτευση, τραπέζι/τράπεζα των συζητήσεων/των συνομιλιών βλ. συζήτηση, χωρισμός από τραπέζης και κοίτης βλ. κοίτη [< 1,2,4: αρχ. τράπεζα 3: αγγλ. bank 5: μεσν. τράπεζα]

φερτός

φερτός, ή, ό φερ-τός επίθ.: που μεταφέρθηκε από άλλο μέρος ή ήρθε από ξένο τόπο: ~ή: άμμος. ~ό: χώμα.|| (για πρόσ.) Είναι ~οί (ΑΝΤ. γηγενείς, ντόπιοι).|| (κατ' επέκτ.) ~ά ήθη και έθιμα (πβ. εισαγόμενος, ξενόφερτος). ● ΣΥΜΠΛ.: φερτές ύλες & φερτά υλικά (επίσ.): χώματα, πέτρες ή/και άλλα αντικείμενα (π.χ. κλαδιά) που παρασύρονται και μεταφέρονται από υδάτινο ρεύμα (π.χ. ποταμό, χείμαρρο) και αποτίθενται σε κάποιο σημείο: ~ ~ στις ακτές/στην κοίτη/στον πυθμένα (της λίμνης). Βλ. ίζημα, προσχώνει. [< αρχ. φερτός 'υποφερτός']

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.