Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • υμενόπτερα [ὑμενόπτερα] υ-με-νό-πτε-ρα ουσ. (ουδ.) (τα) {σπανιότ. στον εν. υμενόπτερο}: ΖΩΟΛ. τάξη εντόμων τα οποία έχουν δύο ζευγάρια μεμβρανωδών φτερών· περιλαμβάνει τις μέλισσες, τις σφήκες και τα μυρμήγκια: (ως επίθ.) ~ έντομα. Βλ. κολεό-, λεπιδό-πτερα. [< μτγν. ὑμενόπτερος, γαλλ. hyménoptères, αγγλ. hymenoptera]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.