Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • υπέχω [ὑπέχω] υ-πέ-χω (μτβ.) {παρατ. κ. αόρ. υπείχε} (επίσ.): έχω, φέρω: Το κατάστημα δεν ~ει ευθύνη (= δεν ευθύνεται) για τυχόν απώλεια των προσωπικών σας αντικειμένων. Η εταιρεία ~ει υποχρέωση ελέγχου τιμών.|| (λόγ., + γεν.) ~ει στρατιωτικής υποχρέωσης. [< αρχ. ὑπέχω ‘υποβαστάζω, λογοδοτώ, αναλαμβάνω την υποχρέωση’]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.