υπαιτιότητα [ὑπαιτιότητα] υ-παι-τι-ό-τη-τα ουσ. (θηλ.) 1. ΝΟΜ. απόδοση δόλου ή αμέλειας σε ένα άτομο του οποίου η βούληση ή οι ενέργειες οδήγησαν σε αντίθετη προς τον νόμο κατάσταση: αποκλειστική/κοινή ~. ~ ατυχήματος. Έλλειψη (= αν~)/ύπαρξη ~ας. Διαζύγιο εξ ~ας (: λόγω σοβαρού παραπτώματος του ενός συζύγου). Πβ. ενοχή. Βλ. συν~.2. (λόγ.) το να είναι κάποιος υπεύθυνος για κάτι: με δική του ~. Απόλυση χωρίς ~ των εργαζομένων. Πβ. φταίξιμο. Βλ. -ότητα. ΣΥΝ. ευθύνη (2)
-ότητα
-ότητα (λόγ.) επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. κατάσταση ή χαρακτηριστικό: αυστηρ~/γνησι~/προνοητικ~. Βλ. -ύτητα.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Oσι~/παναγι~. Αγι~/ιερ~ (ΣΥΝ. -οσύνη).2. (περιληπτ., παράγ. από ουσ.) σύνολο ατόμων με κοινή ιδιότητα: αδελφ~/ανθρωπ~. [< αρχ. -ότης]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.