Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • υπαιτιότητα [ὑπαιτιότητα] υ-παι-τι-ό-τη-τα ουσ. (θηλ.) 1. ΝΟΜ. απόδοση δόλου ή αμέλειας σε ένα άτομο του οποίου η βούληση ή οι ενέργειες οδήγησαν σε αντίθετη προς τον νόμο κατάσταση: αποκλειστική/κοινή ~. ~ ατυχήματος. Έλλειψη (= αν~)/ύπαρξη ~ας. Διαζύγιο εξ ~ας (: λόγω σοβαρού παραπτώματος του ενός συζύγου). Πβ. ενοχή. Βλ. συν~. 2. (λόγ.) το να είναι κάποιος υπεύθυνος για κάτι: με δική του ~. Απόλυση χωρίς ~ των εργαζομένων. Πβ. φταίξιμο. Βλ. -ότητα. ΣΥΝ. ευθύνη (2)

-ότητα

-ότητα (λόγ.) επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. κατάσταση ή χαρακτηριστικό: αυστηρ~/γνησι~/προνοητικ~. Βλ. -ύτητα.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Oσι~/παναγι~. Αγι~/ιερ~ (ΣΥΝ. -οσύνη). 2. (περιληπτ., παράγ. από ουσ.) σύνολο ατόμων με κοινή ιδιότητα: αδελφ~/ανθρωπ~. [< αρχ. -ότης]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.