Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • υπακοή [ὑπακοή] υ-πα-κο-ή ουσ. (θηλ.) 1. {χωρ. πληθ.} η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του υπακούω: απόλυτη/δουλική/πιστή/τυφλή ~. ~ στους ανωτέρους/στους γονείς/στις εντολές (κάποιου)/στους κανονισμούς/στους μεγαλύτερους/στους νόμους/στο Σύνταγμα. Πβ. ευπείθεια, πειθαρχία, συμμόρφωση, υποταγή.|| (στον μοναχισμό:) Άσκηση στην ~. ΑΝΤ. ανυπακοή 2. ΕΚΚΛΗΣ. τροπάριο της τρίτης ωδής του Κανόνα. [< μτγν. ὑπακοή]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.