Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • υπανάπτυκτος , η, ο [ὑπανάπτυκτος] υ-πα-νά-πτυ-κτος επίθ. & υποανάπτυκτος 1. που υπολείπεται σε εξέλιξη, κυρ. όσον αφορά την οικονομία, την τεχνολογία, την κοινωνία, τον πολιτισμό· που δεν έχει αναπτυχθεί επαρκώς: ~ος: λαός. ~ο: κράτος. ~ες: κοινωνίες.|| ~α: δέντρα. 2. (μειωτ.) (για πρόσ.) που υστερεί σε μόρφωση, πνευματική καλλιέργεια ή τρόπους. ● ΣΥΜΠΛ.: υπανάπτυκτες χώρες (παλαιότ.-μειωτ.): χώρες με χαμηλό βιοτικό επίπεδο, οι οποίες δεν είναι οικονομικά, βιομηχανικά, τεχνολογικά και κοινωνικά αναπτυγμένες. Βλ. αναπτυσσόμενες χώρες, ανεπτυγμένες/αναπτυγμένες χώρες, Τρίτος Κόσμος. [< αγγλ. underdeveloped]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.