υπεξαίρεση [ὑπεξαίρεση] υ-πε-ξαί-ρε-ση ουσ. (θηλ.): ΝΟΜ. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του υπεξαιρώ: ~ δημοσίου χρήματος. Ποινική δίωξη για ~ σε βαθμό κακουργήματος. Πβ. κατάχρηση, κλοπή, λαθροχειρία. Βλ. αντι-, ιδιο-, οικειο-ποίηση, σφετερισμός. [< μτγν. ὑπεξαίρεσις]
αντι- & αντί- & αντ- & ανθ-
αντι- & αντί- & αντ- & ανθ- {ανθ- πριν από λέξη που παλαιότ. έπαιρνε δασεία} πρόθημα που δηλώνει 1. αντίθεση, εναντίωση: αντι-πρόταση. Αντί-λογος. Ανθ-υγιεινός.|| (το εντελώς αντίθετο:) Αντι-ήρωας. Αντί-θεος (= o διάβολος).2. αντιμετώπιση, καταπολέμηση: αντι-αλλεργικός/~καρκινικός/~ρατσιστικός. Αντι-τορπιλικό.3. αντικατάσταση, αναπλήρωση, ισοδυναμία: αντι-πρόεδρος.|| Αντι-κλείδι. Αντί-γραφο.|| Αντ-άξιος.4. ανταπόδοση: αντι-χάρισμα.|| Αντ-εκδίκηση.5. προβαθμίδα αξιώματος: αντι-συνταγματάρχης/~στράτηγος.
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.