υπεραντίδραση [ὑπεραντίδραση] υ-πε-ρα-ντί-δρα-ση ουσ. (θηλ.) 1. υπέρμετρη, υπερβολική αντίδραση σε κάτι: Η παραίτησή του ήταν μια άστοχη ~ στην πολιτική της εταιρείας.|| (ΙΑΤΡ.) ~ του οργανισμού σε λοιμώξεις/σε μια ουσία (= αλλεργία). Βλ. υπερευαισθησία.2. ΟΙΚΟΝ. ανοδική ή πτωτική μεταβολή μιας τιμής περισσότερο από το αναμενόμενο: ~ της μετοχής. ~ στην άνοδο/πτώση του χρηματιστηρίου. [< αγγλ. overreaction, 1967]
υπερευαισθησία
υπερευαισθησία [ὑπερευαισθησία] υ-πε-ρευ-αι-σθη-σί-α ουσ. (θηλ.) 1. ΙΑΤΡ. υπερβολική ανοσοποιητική αντίδραση του οργανισμού σε ένα εξωτερικό ερέθισμα στο οποίο έχει ευαισθησία: άμεση/οδοντική/τροφική ~. Σύνδρομο ~ας. Έχει ~ στην πενικιλίνη/στο φως. Πβ. αλλεργία. Βλ. υπεραισθησία.2. (μτφ.) υπερβολική ευαισθησία· κατ' επέκτ. ευθιξία: Έχει ~ σε κοινωνικά ζητήματα.|| Η ~ του συχνά τον οδηγεί σε προστριβές με τους γύρω του.3. ΒΟΤ. μηχανισμός άμυνας των φυτών, όταν προσβάλλονται από παθογόνους οργανισμούς, ο οποίος χαρακτηρίζεται από γρήγορη νέκρωση των προσβεβλημένων και γειτονικών τους κυττάρων, προκειμένου να παρεμποδιστεί η επέκταση της μόλυνσης. [< γερμ. Überempfindlichkeit]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.