Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • υπερσιτισμός [ὑπερσιτισμός] υ-περ-σι-τι-σμός ουσ. (αρσ.) & (σπάν.) υπερσίτιση (η) 1. λήψη υπερβολικής ποσότητας τροφής: Ο ~ προκαλεί παχυσαρκία. Πβ. υπερτροφία. ΑΝΤ. υποσιτισμός 2. ΙΑΤΡ. χορήγηση μεγάλης ποσότητας θρεπτικών συστατικών στον οργανισμό κυρ. ενδοφλεβίως για θεραπευτικούς λόγους. [< γαλλ. suralimentation]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.