Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • υπερσυμπίεση [ὑπερσυμπίεση] υ-περ-συ-μπί-ε-ση ουσ. (θηλ.): ΜΗΧΑΝΟΛ. αύξηση της ισχύος κινητήρα σε μηχανή εσωτερικής καύσης με τη χρήση υπερσυμπιεστή. ΣΥΝ. υπερπλήρωση (2) [< αγγλ. supercharge, 1912]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.