Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • υπερσυμπιεστής [ὑπερσυμπιεστής] υ-περ-συ-μπι-ε-στής ουσ. (αρσ.): ΜΗΧΑΝΟΛ. συμπιεστής ο οποίος χορηγεί στους κυλίνδρους μηχανής εσωτερικής καύσης αέρα σε πίεση υψηλότερη από αυτή του περιβάλλοντος, προκειμένου να αυξήσει την ισχύ της μηχανής: μηχανικός ~ (= κομπρέσορας). Πβ. στροβιλοσυμπιεστής, τούρμπο, υπερτροφοδότης. Βλ. υπερπίεση. ΣΥΝ. υπερπληρωτής [< αγγλ. supercharger, 1917]

υπερπίεση

υπερπίεση [ὑπερπίεση] υ-περ-πί-ε-ση ουσ. (θηλ.) 1. ΜΗΧΑΝΟΛ. (για υγρά ή αέρια) υπερβολικά αυξημένη πίεση: προστασία από ~. Η ~ προκαλεί φθορά στα ελαστικά του αυτοκινήτου. Βλ. μανό-, μπαρό-, πιεσό-μετρο, υπερσυμπιεστής. ΑΝΤ. υποπίεση (1) 2. ΦΥΣ. η διαφορά ανάμεσα στην παροδικά αυξημένη πίεση του αέρα, η οποία προκαλείται από ωστικό κύμα μετά από έκρηξη, και στην περιβάλλουσα ατμοσφαιρική πίεση. ΑΝΤ. υποπίεση (2) 3. ΙΑΤΡ. εφαρμογή αυξημένης πίεσης σε μια άρθρωση, προκειμένου να επιβεβαιωθεί η ένταση του πόνου και να καθοριστεί η θεραπεία, κυρ. με μαλάξεις. [< 2: αγγλ. overpressure, 1955]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.