υπερσυμπιεστής [ὑπερσυμπιεστής] υ-περ-συ-μπι-ε-στής ουσ. (αρσ.): ΜΗΧΑΝΟΛ. συμπιεστής ο οποίος χορηγεί στους κυλίνδρους μηχανής εσωτερικής καύσης αέρα σε πίεση υψηλότερη από αυτή του περιβάλλοντος, προκειμένου να αυξήσει την ισχύ της μηχανής: μηχανικός ~ (= κομπρέσορας). Πβ. στροβιλοσυμπιεστής, τούρμπο, υπερτροφοδότης. Βλ. υπερπίεση. ΣΥΝ. υπερπληρωτής [< αγγλ. supercharger, 1917]
υπερπίεση
υπερπίεση [ὑπερπίεση] υ-περ-πί-ε-ση ουσ. (θηλ.) 1. ΜΗΧΑΝΟΛ. (για υγρά ή αέρια) υπερβολικά αυξημένη πίεση: προστασία από ~. Η ~ προκαλεί φθορά στα ελαστικά του αυτοκινήτου. Βλ. μανό-, μπαρό-, πιεσό-μετρο, υπερσυμπιεστής. ΑΝΤ. υποπίεση (1) 2. ΦΥΣ. η διαφορά ανάμεσα στην παροδικά αυξημένη πίεση του αέρα, η οποία προκαλείται από ωστικό κύμα μετά από έκρηξη, και στην περιβάλλουσα ατμοσφαιρική πίεση. ΑΝΤ. υποπίεση (2) 3. ΙΑΤΡ. εφαρμογή αυξημένης πίεσης σε μια άρθρωση, προκειμένου να επιβεβαιωθεί η ένταση του πόνου και να καθοριστεί η θεραπεία, κυρ. με μαλάξεις. [< 2: αγγλ. overpressure, 1955]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.