Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • υπερσυντέλικος [ὑπερσυντέλικος] υ-περ-συ-ντέ-λι-κος ουσ. (αρσ.): ΓΡΑΜΜ. ρηματικός χρόνος που δηλώνει πράξη η οποία ολοκληρώθηκε στο παρελθόν πριν από μια άλλη· συνεκδ. κάθε ρηματικός τύπος σε αυτόν τον χρόνο: π.χ. είχα γράψει. [< μτγν. ὑπερσυντέλικος]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.