Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • υπερτονίζω [ὑπερτονίζω] υ-περ-το-νί-ζω ρ. (μτβ.) {υπερτόνι-σα, υπερτονί-στηκε (λόγ.) -σθηκε, -στεί (λόγ.) -σθεί, -σμένος, υπερτονίζ-οντας} (συνήθ. αρνητ. συνυποδ.): δίνω υπερβολική έμφαση σε κάτι: ~στηκε η σημασία της προσφοράς του.|| ~εται σκόπιμα η ανάγκη για ... Πβ. υπερθεματίζω, υπογραμμίζω. [< αγγλ. overstress]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.