υπερτονικός , ή, ό [ὑπερτονικός] υ-περ-το-νι-κός επίθ. 1. ΙΑΤΡ. που πάσχει από υπερτονία ή σχετίζεται με αυτή. ΑΝΤ. υποτονικός (2) 2. ΧΗΜ. (για διάλυμα) που έχει μεγαλύτερη οσμωτική πίεση σε σύγκριση με άλλο διάλυμα. Πβ. υπεροσμωτικός. Βλ. ισοτονικός. ΣΥΝ. υπέρτονος ΑΝΤ. υποτονικός (3) [< αγγλ. hypertonic, γαλλ. hypertonique]
ισοτονικός
ισοτονικός, ή, ό [ἰσοτονικός] ι-σο-το-νι-κός επίθ. 1. ΧΗΜ. (για διάλυμα) που έχει την ίδια μοριακή συγκέντρωση, ίση οσμωτική πίεση με κάποιο άλλο: ~ός: ορός. Πβ. ισότονος. Βλ. υπερ-, υπο-τονικός.2. ΦΥΣΙΟΛ. που σχετίζεται με κινήσεις κατά τις οποίες βραχύνεται ο μυς, ενώ διατηρείται σχετικά σταθερή η ένταση: ~ή: συστολή. ~ές: ασκήσεις (π.χ. βάδισμα, τρέξιμο). Βλ. ισοκινητικός, ισομετρικός. ● ΣΥΜΠΛ.: ισοτονικά ποτά: ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. ροφήματα που περιέχουν ηλεκτρολύτες και υδατάνθρακες και βοηθούν στην αναπλήρωση της ενέργειας και των υγρών που χάνονται κατά τη διάρκεια έντονης άσκησης. [< γαλλ. isotonique, αγγλ. isotonic]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.