Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • υπερφαγία [ὑπερφαγία] υ-περ-φα-γί-α ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. διατροφική διαταραχή που συνίσταται στην ανεξέλεγκτη και γρήγορη κατανάλωση μεγάλων ποσοτήτων φαγητού σε τακτά χρονικά διαστήματα, χωρίς να ακολουθεί πρόκληση εμετού, και η οποία συνοδεύεται από αίσθημα ενοχής: επεισοδιακή/νυχτερινή/παρορμητική/συναισθηματική/ψυχαναγκαστική ~. Επεισόδια ~ας. Πβ. βουλιμία, πολυφαγία. Βλ. ανορεξία, παχυσαρκία, -φαγία. [< γαλλ. hyperphagie, 1912, πβ. αγγλ. hyperphagia, 1941]

ανορεξία

ανορεξία [ἀνορεξία] α-νο-ρε-ξί-α ουσ. (θηλ.) ΑΝΤ. όρεξη 1. έλλειψη επιθυμίας για φαγητό. 2. (μτφ.) απουσία καλής ψυχικής διάθεσης, ενεργητικότητας: Τον έπιασε ~ και όλα του ξινίζουν. Πβ. α-, δυσ-θυμία, α-, κακο-κεφιά. ΑΝΤ. ευδιαθεσία, κέφι. ● ΣΥΜΠΛ.: νευρική ανορεξία & νευρογενής/ψυχογενής ανορεξία: ΨΥΧΙΑΤΡ. ψυχοσωματική διαταραχή που παρουσιάζεται κυρ. σε νεαρές γυναίκες και χαρακτηρίζεται από έντονο φόβο παχυσαρκίας, άρνηση λήψης τροφής και υπερβολική μείωση βάρους. ΣΥΝ. σύνδρομο αυτοεπιβαλλόμενης ασιτίας. Βλ. νευρική βουλιμία. [< αγγλ. anorexia nervosa] [< 1: μτγν. ἀνορεξία, γαλλ. anorexie, αγγλ. anorexia]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.