Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • υπερφορολογώ [ὑπερφορολογῶ] υ-περ-φο-ρο-λο-γώ ρ. (μτβ.) {υπερφορολογ-εί ... | υπερφορολογ-ήσει, -είται, -ηθεί, -ώντας}: επιβάλλω υψηλότερη φορολογία από αυτή που κρίνεται απαραίτητη ή δίκαιη: Το κράτος/η κυβέρνηση ~εί τα εισοδήματα των εργαζομένων. Πβ. χαρατσώνω. [< αγγλ. overtax]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.