Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • υπερχρονικός , ή, ό [ὑπερχρονικός] υ-περ-χρο-νι-κός επίθ.: που υπερβαίνει τον χρόνο, διαχρονικός: ~ά: σύμβολα. Θεσμοί με ~ό χαρακτήρα. Πβ. αιώνιος. Βλ. υπερτοπικός. [< αγγλ. supertemporal]

υπερτοπικός

υπερτοπικός, ή, ό [ὑπερτοπικός] υ-περ-το-πι-κός επίθ.: που εκτείνεται πέρα από τα όρια ενός συγκεκριμένου τόπου: ~ός: πόλος αναψυχής. ~ή: αγορά/εμβέλεια/σημασία. ~ό: δίκτυο/κέντρο. Σε ~ό επίπεδο. Βλ. υπερχρονικός. [< αγγλ. supralocal

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.