Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 2 εγγραφές  [0-2]


  • υπηρέτης [ὑπηρέτης] υ-πη-ρέ-της ουσ. (αρσ.) 1. άνδρας που προσφέρει βοηθητική εργασία σε σπίτι έναντι μισθού: αφοσιωμένος/πιστός/προσωπικός ~. Οικιακοί ~ες. Πβ. υπηρεσία. Βλ. κύριος.|| (ΣΤΡΑΤ.) ~ ελαφρού οπλισμού (: ειδικότητα του Πεζικού). 2. (μτφ.) αυτός που ενεργεί με αφοσίωση και ανιδιοτέλεια για το γενικό καλό, για την προώθηση μιας αξίας ή την εκπλήρωση ενός σκοπού: ~ της αλήθειας/της δικαιοσύνης. Ακούραστος/γνήσιος/σεμνός ~ του λόγου/της τέχνης.|| (κατ' επέκτ.) Το κράτος ως ~ του λαού/των πολιτών.|| ~ του Θεού. 3. (μτφ.-μειωτ., για πρόσωπο ή θεσμό) αυτός που είναι χειραγωγούμενος: ~ του ιμπεριαλισμού/των συμφερόντων του κεφαλαίου. 4. ΠΛΗΡΟΦ. διακομιστής. ● ΣΥΜΠΛ.: οι λειτουργοί/υπηρέτες της Θέμιδος/Θέμιδας βλ. Θέμιδα [< 1: αρχ. ὑπηρέτης ‘κωπηλάτης, εργάτης, βοηθός’ 4: αγγλ. server, 1972]
  • υπηρέτηση [ὑπηρέτηση] υ-πη-ρέ-τη-ση ουσ. (θηλ.) 1. (μτφ.) προσφορά υπηρεσιών, εργασία για την προώθηση αξίας, θεσμού ή σκοπού ή για την εξυπηρέτηση προσώπου: ~ της αλήθειας/των αναγκών (της αγοράς/κοινωνίας)/του δημοσίου συμφέροντος/των εθνικών θεμάτων/των στόχων. 2. εκπλήρωση: ~ της (στρατιωτικής) θητείας. Βλ. συν~. [< αρχ. ὑπηρέτησις]

Θέμιδα

Θέμιδα Θέ-μι-δα ουσ. (θηλ.) & (λόγ.) Θέμις {Θέμιδ-ος} 1. (μτφ.) δικαιοσύνη: ο ζυγός/το σπαθί της ~ος (: τα σύμβολά της). 2. ΜΥΘ. αρχαία ελληνική θεά της δικαιοσύνης η οποία ήταν υπεύθυνη για την τήρηση της ηθικής τάξης σε θεούς και ανθρώπους. ● ΣΥΜΠΛ.: Θέμιδος μέλαθρον: το κτίριο του Αρείου Πάγου., οι λειτουργοί/υπηρέτες της Θέμιδος/Θέμιδας: όσοι ασκούν νομικό επάγγελμα, δικηγόροι και κυρ. δικαστές. Πβ. δικαστική εξουσία., ο ναός της Δικαιοσύνης/της Θέμιδος βλ. δικαιοσύνη ● ΦΡ.: η δικαιοσύνη είναι τυφλή βλ. τυφλός [< αρχ. Θέμις, αγγλ. Themis]

κύριος

κύριος κύ-ρι-ος ουσ. (αρσ.) {κυρί-ου | -ων, -ους} 1. ως ευγενική αναφορά ή προσφώνηση άντρα: (για κάποιον του οποίου αγνοούμε το όνομα) Ένας γοητευτικός/ευγενέστατος/ηλικιωμένος/νεαρός ~. Σας ζητάει ένας ~. Ο ~ της φωτογραφίας της φάνηκε γνωστός. Ρωτήστε τον ~ο δίπλα. Ο εν λόγω ~ θέλησε να μείνει ανώνυμος. (στο τηλέφωνο) Με ποιον ~ο μιλάω;|| Αγαπητέ/φίλτατε ~ε ... Αξιότιμοι ~οι ... Κυρίες και ~οι ...|| (με ρ. στο γ' πρόσ., συνήθ. για πελάτη) Για δες τι θέλει ο ~. Τι θα πάρουν οι ~οι;|| (συνοδεύει επώνυμο ή/και όνομα, ιδιότητα) Ο ~ Αντρέας. (ως συντομ. κ.) Ο κ. Πετρόπουλος. (ως συντομ. κ.κ.) Οι κ.κ. Βασιλείου και Ρένεσης. Ο ~ καθηγητής/πρόεδρος ... Μάλιστα, ~ε δικαστά. 2. (λόγ.) εξουσιαστής, κυρίαρχος: ~ του κόσμου (= ο Θεός). Έγινε ο ~ του νησιού/της πόλης (πβ. αφέντης). Κάθε άνθρωπος είναι ~ της μοίρας/τύχης του. Παρέμειναν ~οι της κατάστασης/του παιχνιδιού μέχρι τέλους. Πβ. άρχοντας, βασιλιάς. 3. ΝΟΜ. κάτοχος, ιδιοκτήτης: ο ~ του ακινήτου/της επιχείρησης/των μετοχών. Βλ. συγ~. 4. άνδρας με αξιοπρέπεια, ήθος και σοβαρότητα: Είναι ~ με τα/σε όλα του. Ήταν ένας πραγματικός ~ του ελληνικού θεάτρου. Πβ. ιππότης, τζέντλεμαν. 5. προσηγορία ή προσφώνηση δασκάλου ή καθηγητή μέσης εκπαίδευσης, κυρ. από μαθητές: Με σήκωσε ο ~ στον πίνακα. ~ε, να ρωτήσω κάτι; 6. σύζυγος, οικοδεσπότης ή αφεντικό: (κυρ. παλαιότ.) Ο ~ της κυρίας. Πβ. άνδρας.|| Πότε επιστρέφει ο ~ του σπιτιού;|| (από το υπηρετικό προσωπικό) Ο ~ απουσιάζει. ● ΣΥΜΠΛ.: συμφωνία κυρίων: που δεν βασίζεται σε επίσημο έγγραφο, αλλά στον λόγο των συμβαλλόμενων: Υπάρχει ~ ~ ανάμεσα στις δύο πλευρές ότι ... [< αγγλ. gentlemen's/ gentleman's agreement, γαλλ. ~ ~, 1930] , ψιλός κύριος βλ. ψιλός ● ΦΡ.: κύριος/κυρία του εαυτού μου: ανεξάρτητος/η ή ικανός/ή να διατηρώ τον αυτοέλεγχό μου. ● βλ. κυρία [< 1,5,6: μτγν. κύριος, γαλλ. monsieur, ιταλ. signore 2,3: αρχ. κύριος 4: αγγλ. gentleman]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.