Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • υπνοβασία [ὑπνοβασία] υ-πνο-βα-σί-α ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. διαταραχή του ύπνου κατά την οποία το άτομο, ενώ κοιμάται, περπατά ή εκτελεί άλλες κινήσεις που κάνει όταν είναι ξύπνιο, χωρίς να έχει συνείδηση των ενεργειών του: παιδική ~. Βλ. -βασία. [< γαλλ. somnambulisme]

-βασία

-βασία λεξικό επίθημα με τη σημασία 1. της βάδισης: ορει~/πυρο~/σχοινο~.|| Υπνο~. 2. (σπάν.) της σεξουαλικής πράξης: κτηνο~.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.