Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • υποβαστάζω [ὑποβαστάζω] υ-πο-βα-στά-ζω ρ. (μτβ.) {κυρ. στον ενεστ. κ. στη μτχ. υποβασταζ-όμενος}: στηρίζω κάτι από κάτω· κατ' επέκτ. βοηθώ κάποιον να σταθεί ή να περπατήσει: Τη στέγη ~ουν δύο κίονες.|| Χτύπησε και βγήκε από τον αγώνα ~όμενος από τους συμπαίκτες του. Πβ. βαστώ.|| (μτφ.) Η ναυτιλία ~ει την οικονομία της χώρας. Πβ. υποστηρίζω. [< μτγν. ὑποβαστάζω]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.