Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • υποβλέπω [ὑποβλέπω] υ-πο-βλέ-πω ρ. (μτβ.) {μόνο στον ενεστ.} (λόγ.): αντιμετωπίζω κάποιον με καχυποψία ή φθόνο· κατ' επέκτ. επιδιώκω να αποκτήσω συνήθ. με αθέμιτο τρόπο κάτι που έχει εκείνος: Στη δουλειά ~ουν ο ένας τον άλλον. Πβ. ζηλεύω. Βλ. υπονομεύω, υποσκάπτω.|| Λήφθηκαν αυστηρά μέτρα εναντίον όσων ~ουν τη δημόσια γη/περιουσία. Πβ. βάζω/έχω (κάποιον/κάτι) στο μάτι, επιβουλεύομαι, εποφθαλμιώ, καλοβλέπω, λοξοκοιτάζω. [< αρχ. ὑποβλέπω]

υπονομεύω

υπονομεύω [ὑπονομεύω] υ-πο-νο-μεύ-ω ρ. (μτβ.) {υπονόμευ-σε, υπονομεύ-σει, -τηκε κ. -θηκε, -τεί κ. -θεί, -οντας, -όμενος, -μένος}: ενεργώ με ύπουλο τρόπο προκειμένου να βλάψω κάποιον ή κάτι: Οι ανταγωνιστές του ~ουν συνειδητά/συστηματικά την ακεραιότητα/την αξιοπιστία/το κύρος του. Η κακή διατροφή ~ει την υγεία. Ενέργειες που ~ουν τους δημοκρατικούς θεσμούς/την κοινωνική συνοχή/την προσπάθεια (ανάκαμψης/ανασυγκρότησης)/τα συμφέροντα της χώρας. Πβ. δυναμιτίζω, επιβουλεύομαι, υποσκάπτω. Βλ. υποβλέπω. ΣΥΝ. ναρκοθετώ (2), σαμποτάρω (1), φαλκιδεύω [< μτγν. ὑπονομεύω ‘σκάβω, υποκινώ κρυφά’, γαλλ. saper]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.