υποβλέπω [ὑποβλέπω] υ-πο-βλέ-πω ρ. (μτβ.) {μόνο στον ενεστ.} (λόγ.): αντιμετωπίζω κάποιον με καχυποψία ή φθόνο· κατ' επέκτ. επιδιώκω να αποκτήσω συνήθ. με αθέμιτο τρόπο κάτι που έχει εκείνος: Στη δουλειά ~ουν ο ένας τον άλλον. Πβ. ζηλεύω. Βλ. υπονομεύω, υποσκάπτω.|| Λήφθηκαν αυστηρά μέτρα εναντίον όσων ~ουν τη δημόσια γη/περιουσία. Πβ. βάζω/έχω (κάποιον/κάτι) στο μάτι, επιβουλεύομαι, εποφθαλμιώ, καλοβλέπω, λοξοκοιτάζω. [< αρχ. ὑποβλέπω]
υπονομεύω
υπονομεύω [ὑπονομεύω] υ-πο-νο-μεύ-ω ρ. (μτβ.) {υπονόμευ-σε, υπονομεύ-σει, -τηκε κ. -θηκε, -τεί κ. -θεί, -οντας, -όμενος, -μένος}: ενεργώ με ύπουλο τρόπο προκειμένου να βλάψω κάποιον ή κάτι: Οι ανταγωνιστές του ~ουν συνειδητά/συστηματικά την ακεραιότητα/την αξιοπιστία/το κύρος του. Η κακή διατροφή ~ει την υγεία. Ενέργειες που ~ουν τους δημοκρατικούς θεσμούς/την κοινωνική συνοχή/την προσπάθεια (ανάκαμψης/ανασυγκρότησης)/τα συμφέροντα της χώρας. Πβ. δυναμιτίζω, επιβουλεύομαι, υποσκάπτω. Βλ. υποβλέπω. ΣΥΝ. ναρκοθετώ (2), σαμποτάρω (1), φαλκιδεύω [< μτγν. ὑπονομεύω ‘σκάβω, υποκινώ κρυφά’, γαλλ. saper]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.