Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • υποδομή [ὑποδομή] υ-πο-δο-μή ουσ. (θηλ.) 1. (μτφ.) οτιδήποτε αποτελεί τη βάση, το θεμέλιο ή την προϋπόθεση για να δημιουργηθεί, να λειτουργήσει κάτι ή να αναπτυχθεί κάποιος: δικτυακή/θεσμική/ξενοδοχειακή/οικονομική/τεχνική/τεχνολογική/τουριστική/υλική ~. Κτιριακή/υλικοτεχνική ~ του εργαστηρίου/του σχολείου. Αθλητικές/ερευνητικές/κοινωνικές/νοσοκομειακές/οδικές/πράσινες (= οικολογικές) ~ές. Η επιχείρηση διαθέτει την αναγκαία/απαραίτητη/κατάλληλη ~. Ελλείψεις/προβλήματα ~ής. Έργα (συγκοινωνιακής) ~ής (π.χ. δρόμοι, λιμάνια, γέφυρες). Βλ. εξοπλισμός.|| Εκπαιδευτική/θεωρητική/πνευματική/πολιτιστική ~. Η επιστημονική ~ του ανθρώπινου δυναμικού. Πβ. υπόβαθρο.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ πλέγματος. 2. ΤΕΧΝΟΛ. δομική κατασκευή ή τμήμα της που βρίσκεται κάτω από το έδαφος ή αποτελεί τη βάση μεγαλύτερης κατασκευής: κτιριολογική ~. Υλικά ~ής. Βλ. επιδομή. ΑΝΤ. ανωδομή 3. ΚΟΙΝΩΝΙΟΛ. (στον μαρξισμό) βάση. Βλ. υπερδομή. ● ΣΥΜΠΛ.: υποδομή δημόσιου κλειδιού: ΠΛΗΡΟΦ. συνδυασμός λογισμικού, τεχνολογιών κρυπτογραφίας και υπηρεσιών, ο οποίος πιστοποιεί την ταυτότητα των φυσικών προσώπων που εμπλέκονται σε μια συναλλαγή στο διαδίκτυο και προστατεύει την ασφάλειά της. [< αγγλ. Public Key Infrastructure (PKI)] [< πβ. αρχ. ὑποδομή ' τοίχος στήριξης', γαλλ. substructure, infrastructure]

εξοπλισμός

εξοπλισμός [ἐξοπλισμός] ε-ξο-πλι-σμός ουσ. (αρσ.) 1. ενίσχυση του οπλοστασίου χώρας, στρατού, σώματος ασφαλείας με πολεμικό υλικό· το ίδιο το πολεμικό υλικό: στρατιωτικός ~. Ο ~ των Ενόπλων Δυνάμεων. ΑΝΤ. αφοπλισμός. Βλ. υπερ~. || Ο ~ του αεροσκάφους/ραντάρ. ~ ατομικής προστασίας των αστυνομικών. Μείωση των/προμήθεια ~ών. Πβ. οπλικά συστήματα.|| (ειδικότ.) ~ για κυνήγι. 2. (μτφ.) εφοδιασμός χώρου με εξαρτήματα, μηχανήματα, όργανα, εργαλεία, ώστε να λειτουργήσει ομαλά και αποτελεσματικά· το σύνολό τους: ηλεκτρονικός ~ με πολυμέσα.|| Επαγγελματικός/ηλεκτρολογικός/πάγιος ~. ~ αυτοκινήτου/εργαστηρίου/καταστημάτων/ξενοδοχείου/σπιτιού (πβ. επίπλωση, σκευή). Ιατρικός ~ νοσοκομείων. Μηχανογραφικός ~ γραφείων. Μηχανολογικός ~ πλοίων. Τηλεπικοινωνιακός ~ σκάφους. Παρέχουμε ~ό τελευταίας τεχνολογίας.|| (κατ' επέκτ., για πρόσ.) Εκδρομικός/ορειβατικός ~. Βλ. -ισμός. ● ΣΥΜΠΛ.: έλεγχος των εξοπλισμών βλ. έλεγχος, εξοπλιστικός ανταγωνισμός βλ. ανταγωνισμός [< 1: μτγν. ἐξοπλισμός, γαλλ. armement, équipement]

επιδομή

επιδομή [ἐπιδομή] ε-πι-δο-μή ουσ. (θηλ.) ΤΕΧΝΟΛ. 1. το σύνολο των εγκαταστάσεων της σιδηροδρομικής γραμμής (σκυρόστρωμα, σιδηροτροχιές με τους συνδέσμους τους, στρωτήρες, έρμα): σταθερή ~. Βλ. υπερδομή. 2. τμήμα κατασκευής που βρίσκεται πάνω από την επιφάνεια του εδάφους: η ~ της γέφυρας. Βλ. υποδομή. [< γαλλ. superstructure]

υπερδομή

υπερδομή [ὑπερδομή] υ-περ-δο-μή ουσ. (θηλ.) 1. ΤΕΧΝΟΛ. υπερκατασκευή: Η σκάλα οδηγεί από το ισόγειο στην ~. Βλ. ανωδομή, επιδομή.|| ~ του πλοίου. 2. ΚΟΙΝΩΝΙΟΛ. εποικοδόμημα. Βλ. βάση, υποδομή. 3. ΓΛΩΣΣ. η τυπική οργάνωση ενός κειμενικού είδους: ~ της αφήγησης. [< 1: γαλλ. superstructure]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.