Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • υποδοχέας [ὑποδοχέας] υ-πο-δο-χέ-ας ουσ. (αρσ.) {-α (λόγ.) -έως | -είς, -έων} 1. ΤΕΧΝΟΛ. κατασκευή για τη συλλογή κυρ. υγρών: υδραυλικοί ~είς. Βλ. λεκάνη, νεροχύτης, νιπτήρας. 2. ΤΕΧΝΟΛ. εγκοπή ή κοίλωμα σε συσκευή ή μηχάνημα που χρησιμεύει για την εφαρμογή πρόσθετου τμήματος: ~ φίλτρου. ΣΥΝ. υποδοχή (3) 3. ΒΙΟΧ. μοριακή δομή που βρίσκεται στην κυτταρική μεμβράνη ή στο εσωτερικό του κυττάρου και συνδέεται επιλεκτικά με συγκεκριμένα μόρια, όπως ορμόνες, νευροδιαβιβαστές ή αντισώματα: πυρηνικοί ~είς. ~είς ανδρογόνων/προγεστερόνης/στεροειδών. ~είς του εγκεφάλου. Βλ. πρωτεΐνη, χημειοϋποδοχείς. 4. ΦΥΣΙΟΛ. σύνολο κυττάρων ή νευρικών απολήξεων που ανταποκρίνονται σε αισθητήρια ερεθίσματα: αισθητικοί/γευστικοί ~είς. ~είς του δέρματος/πόνου. Βλ. φωτοϋποδοχείς. 5. αυτός που υποδέχεται και κατ' επέκτ. που γίνεται αποδέκτης μιας κατάστασης: Η περιοχή μετατρέπεται το καλοκαίρι σε ~α παραθεριστών.|| ~ της δυσαρέσκειας.|| (ΑΘΛ., στο βόλεϊ) Είναι πολύ καλός ~ και αμυντικός. [< 1: μτγν. ὑποδοχεύς 3,4: αγγλ. receptor, 1900, γαλλ. récepteur]

λεκάνη

λεκάνη λε-κά-νη ουσ. (θηλ.) 1. βαθύ, ανοιχτό σκεύος με στρογγυλό συνήθ. πάτο και επικλινείς πλευρές, για οικιακές κυρ. χρήσεις· κατ' επέκτ. ό,τι μοιάζει με αυτό: πλαστική ~. ~ γεμάτη νερό/για λούσιμο. Μουλιάζω/πλένω τα ρούχα σε ~. Ανακατεύετε/ρίχνετε όλα τα υλικά σε μια ~. Ποδόλουτρο σε ~.|| Η ~ του νεροχύτη/του νιπτήρα. Βλ. παγο~. 2. ΓΕΩΜΟΡΦ. μεγάλη υδάτινη περιοχή που περιβάλλεται από ξηρά ή λεκανοπέδιο: τεχνητή/φυσική/ωκεάνια ~. ~ λιμανιού/λίμνης/ποταμού. Η (θαλάσσια) ~ της Μεσογείου. 3. (σε αποχωρητήριο) ειδική κατασκευή, συνήθ. από πορσελάνη, για ούρηση και αφόδευση, η οποία μοιάζει με χωνί και συνδέεται με το αποχετευτικό σύστημα ή με βόθρο: η ~ του μπάνιου/της τουαλέτας. ~ τοίχου. Βουρτσάκι (βλ. πιγκάλ)/καπάκι ~ης. Βλ. είδη υγιεινής. 4. ΑΝΑΤ. οστέινη κοιλότητα στη βάση του κορμού: ανοιχτή/στενή/φαρδιά ~. Κάταγμα ~ης. Οι μύες/τα οστά (βλ. ανώνυμο οστό, ιερό οστό, κόκκυγας) της ~ης. Πβ. πύελος. Βλ. περιφέρεια. ● Υποκ.: λεκανάκι (το): στη σημ. 1., λεκανίτσα (η): στη σημ. 1. ● ΣΥΜΠΛ.: λεκάνη απορροής & υδρολογική λεκάνη: ΓΕΩΜΟΡΦ. εδαφική έκταση στην οποία συγκεντρώνονται κατακρημνίσματα και νερά πηγών, που καταλήγουν συνήθ. σε ποταμό ή θάλασσα. [< αγγλ. drainage basin] [< αρχ. λεκάνη, γαλλ. bassin]

φωτοϋποδοχείς

φωτοϋποδοχείς [φωτοϋποδοχεῖς] φω-το-ϋ-πο-δο-χείς ουσ. (αρσ.) (οι) {σπάν. στον εν. φωτοϋποδοχέας}: ΑΝΑΤ. φωτοευαίσθητα κύτταρα του αμφιβληστροειδούς, τα οποία μετατρέπουν τη φωτεινή ενέργεια σε οπτική εικόνα στον εγκέφαλο. Βλ. κωνία, ραβδία. [< αγγλ. photoreceptors, 1906, γαλλ. photorécepteurs, περ. 1965]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.