υποκατάσταση [ὑποκατάσταση] υ-πο-κα-τά-στα-ση ουσ. (θηλ.) 1. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του υποκαθιστώ: μερική ~. ~ υλικών. ~ συμβατικών καυσίμων από/με φυσικό αέριο.|| (ΝΟΜ.) ~ αναδόχου (δημοσίου έργου). Βλ. υπεργολαβία.|| Χορήγηση ουσιών για ~ της εξάρτησης. (Θεραπευτική) Μονάδα/Προγράμματα ~ης. Βλ. μεθαδόνη.|| (ΙΑΤΡ.) Ορμονική ~.2. ΨΥΧΟΛ. μηχανισμός άμυνας με τον οποίο το άτομο αντικαθιστά κοινωνικά μη αποδεκτούς στόχους ή επιθυμίες με άλλους που είναι αποδεκτοί: μάθηση με ~.3. ΓΛΩΣΣ. αντικατάσταση ενός συστατικού της πρότασης από άλλο: π.χ. Θα μου δώσεις το βιβλίο; Ναι, θα σου το δώσω (η αντωνυμία "το" αντικαθιστά την ονοματική φράση "το βιβλίο").4. ΧΗΜ. (για ένωση) αντικατάσταση ενός ή περισσότερων στοιχείων, ριζών ή ατόμων από άλλα του ίδιου αριθμού: αρωματική ~. Αντιδράσεις ~ης.5. ΟΙΚΟΝ. αντικατάσταση κάποιου συντελεστή στην παραγωγική διαδικασία χωρίς να αλλοιωθεί το (παραγωγικό) αποτέλεσμα: ~ των εισαγωγών (: με αύξηση της εγχώριας παραγωγής)/της εργασίας (με μηχανές). [< μτγν. ὑποκατάστασις, γαλλ. substitution]
μεθαδόνη
μεθαδόνη με-θα-δό-νη ουσ. (θηλ.): ΦΑΡΜΑΚ. συνθετικό ναρκωτικό (σύμβ. C21H27NO)με δράση παρόμοια με τα οπιοειδή (π.χ. μορφίνη), αλλά λιγότερο εθιστικό, που χρησιμοποιείται ως αναλγητικό και ως υποκατάστατο κατά την απεξάρτηση, κυρ. από την ηρωίνη: (για τοξικομανή) Παρακολουθεί πρόγραμμα ~ης. Βλ. -όνη. [< αμερικ. methadone, 1947 < meth(yl) +a(mino) + d(iphenyl) + -one,γαλλ. méthadone, 1971]
υπεργολαβία
υπεργολαβία [ὑπεργολαβία] υ-περ-γο-λα-βί-α ουσ. (θηλ.): ΟΙΚΟΝ. ανάθεση μερικής ή ολικής εκτέλεσης ενός έργου από έναν εργολάβο σε άλλον ή από μία εταιρεία σε άλλη, μικρότερη: βιομηχανική ~ (: ανάθεση μέρους της παραγωγής από μεγάλες βιομηχανίες σε μικρότερες ή σε βιοτεχνίες).
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.