υποκορισμός [ὑποκορισμός] υ-πο-κο-ρι-σμός ουσ. (αρσ.): ΓΛΩΣΣ. διαδικασία σχηματισμού λέξεων με την προσθήκη συγκεκριμένων προθημάτων ή επιθημάτων, για να δηλωθεί κυρ. οικειότητα (π.χ. σινεμαδάκι) ή σμίκρυνση της σημασίας των πρωτότυπων λέξεων: π.χ. (μικρός σε ηλικία, μέγεθος) παιδ-άκι, χερ-άκι, μικρο-αντικείμενο.|| (χαϊδευτική χροιά:) κοπελ-ίτσα, τυχερ-ούλης.|| (περιφρόνηση:) υπαλληλ-άκος, παιδαρ-έλι.|| (χρόνος κατά προσέγγιση:) απογευματ-άκι. Βλ. -ισμός. [< αρχ. ὑποκορισμός, αγγλ. hypocorism]
υποκοριστικό [ὑποκοριστικό] υ-πο-κο-ρι-στι-κό ουσ. (ουδ.) ΓΛΩΣΣ.: λέξη που προκύπτει από άλλη με τη διαδικασία του υποκορισμού: π.χ. καφεδ-άκι, σημαι-ούλα, φουστ-ίτσα.
υποκοριστικός , ή, ό [ὑποκοριστικός] υ-πο-κο-ρι-στι-κός επίθ.: ΓΛΩΣΣ. που σχετίζεται με τον υποκορισμό: ~ός: τύπος. ~ή: κατάληξη. ~ό: επίθημα/όνομα (πβ. χαϊδευτικό). [< μτγν. ὑποκοριστικός, γαλλ. hypocoristique, αγγλ. hypocoristic]
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.