Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 3 εγγραφές  [0-3]


  • υποκορισμός [ὑποκορισμός] υ-πο-κο-ρι-σμός ουσ. (αρσ.): ΓΛΩΣΣ. διαδικασία σχηματισμού λέξεων με την προσθήκη συγκεκριμένων προθημάτων ή επιθημάτων, για να δηλωθεί κυρ. οικειότητα (π.χ. σινεμαδάκι) ή σμίκρυνση της σημασίας των πρωτότυπων λέξεων: π.χ. (μικρός σε ηλικία, μέγεθος) παιδ-άκι, χερ-άκι, μικρο-αντικείμενο.|| (χαϊδευτική χροιά:) κοπελ-ίτσα, τυχερ-ούλης.|| (περιφρόνηση:) υπαλληλ-άκος, παιδαρ-έλι.|| (χρόνος κατά προσέγγιση:) απογευματ-άκι. Βλ. -ισμός. [< αρχ. ὑποκορισμός, αγγλ. hypocorism]
  • υποκοριστικό [ὑποκοριστικό] υ-πο-κο-ρι-στι-κό ουσ. (ουδ.) ΓΛΩΣΣ.: λέξη που προκύπτει από άλλη με τη διαδικασία του υποκορισμού: π.χ. καφεδ-άκι, σημαι-ούλα, φουστ-ίτσα.
  • υποκοριστικός , ή, ό [ὑποκοριστικός] υ-πο-κο-ρι-στι-κός επίθ.: ΓΛΩΣΣ. που σχετίζεται με τον υποκορισμό: ~ός: τύπος. ~ή: κατάληξη. ~ό: επίθημα/όνομα (πβ. χαϊδευτικό). [< μτγν. ὑποκοριστικός, γαλλ. hypocoristique, αγγλ. hypocoristic]

-ισμός

-ισμόςεπίθημα αφηρημένων αρσενικών ουσιαστικών που δηλώνει 1. ενέργεια, αποτέλεσμα: καταρτ~/μεταβολ~/πανηγυρ~/παραθερ~/συμψηφ~/υπνωτ~.|| Oραματ~/προβληματ~. 2. θεωρία, τέχνη: αγνωστικ~/δαρβιν~/δυϊσμός/ουμαν~/πλουραλ~/σχετικ~. Kαπιταλ~/κομμουν~/σοσιαλ~.|| (αρνητ.) Σκοταδ~.|| (κίνημα:) Δημοτικ~. Φεμιν~.|| (διδασκαλία:) Στωικ~/χριστιαν~. Μανιχα-ϊσμός.|| Κλασικ~/μινιμαλ~/ρεαλ~/ρομαντ~. 3. στάση, συμπεριφορά: αλτρου~.|| (συνήθ. μειωτ.) Αριβ~/ατομ~/εγω~/σοβιν~/στρουθοκαμηλ~/χαμαιλεοντ~/χαφιεδ~. 4. ενασχόληση, δραστηριότητα: αθλητ~/ακτιβ~/αλπιν~/προσκοπ~. 5. ΙΑΤΡ. πάθηση, νόσο: δαλτον~. 6. φαινόμενο: γεωτροπ~/ιον~.|| Γαλλ~.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.