Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • υπολογιστικός , ή, ό [ὑπολογιστικός] υ-πο-λο-γι-στι-κός επίθ. 1. που αναφέρεται στον υπολογισμό ή τον ηλεκτρονικό υπολογιστή: ~ός: χρόνος. ~ή: ικανότητα. ~ό: μοντέλο. ~οί: πίνακες. (επιστ.) ~ή: άλγεβρα/βιολογία/μηχανική/στατιστική/υδραυλική/φυσική/χημεία.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ός: εξοπλισμός. ~ή: νοημοσύνη/πολυπλοκότητα/προσομοίωση. ~ό: δίκτυο/κέντρο/κόστος (: χρόνος επεξεργασίας σε Η/Υ)/πλέγµα. ~οί: πόροι. ~ά: συστήματα. Βλ. μικροϋπολογιστ-, προϋπολογιστ-ικός. 2. που αποβλέπει στο προσωπικό συμφέρον, υστερόβουλος: ~ός: νους. Πβ. συμφεροντολογ-, ωφελιμιστ-ικός. ● επίρρ.: υπολογιστικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: υπολογιστική επιστήμη: ΜΑΘ. -ΠΛΗΡΟΦ. αυτή που περιλαμβάνει τη μαθηματική μοντελοποίηση φαινομένων, τις αριθμητικές μεθόδους για επιστημονικούς υπολογισμούς και την επιστημονική οπτικοποίηση: ~ ~ των υλικών. [< αγγλ. computational science] , υπολογιστική μηχανή (επιστ.): συσκευή αυτόματης εκτέλεσης αριθμητικών πράξεων. Πβ. αριθμομηχανή, κομπιουτεράκι. [< αγγλ. calculating machine] , υπολογιστικό νέφος: ΠΛΗΡΟΦ. διαδικτυακή κεντρική διάθεση υπολογιστικών πόρων. Βλ. ιμέιλ, μέσα κοινωνικής δικτύωσης. [< αμερικ. cloud computing, 1996] , αξονική/υπολογιστική τομογραφία βλ. τομογραφία, υπολογιστική γλωσσολογία βλ. γλωσσολογία, υπολογιστική όραση βλ. όραση, υπολογιστικό/λογιστικό φύλλο βλ. φύλλο [< 2: γαλλ. calculateur]

γλωσσολογία

γλωσσολογία γλωσ-σο-λο-γί-α ουσ. (θηλ.) (κ. με κεφαλ. το αρχικό Γ): ΓΛΩΣΣ. επιστήμη που μελετά την ανθρώπινη γλώσσα, κυρ. ως προς τη δομή και τις λειτουργίες της, και ειδικότ. τις φυσικές γλώσσες· συνεκδ. το αντίστοιχο πανεπιστημιακό μάθημα και το σχετικό βιβλίο: ανθρωπολογική/γνωσιακή/διαχρονική (: εξετάζει τη γλωσσική μεταβολή)/δικαστική (ή δικανική)/δομι(στι)κή (= δομισμός)/κριτική/μαθηματική/περιγραφική/συγχρονική (: μελετά τη δομή μιας γλώσσας σε δεδομένη χρονική περίοδο)/τυπολογική (: προσδιορισμός των κοινών χαρακτηριστικών διαφόρων γλωσσών ή γλωσσικών οικογενειών) ~. Βλ. βιο~, γραμματική, εθνο~, κειμενο~, κοινωνιο~, νευρο~, ψυχο~, διαλεκτο-, ετυμο-, λεξικο-, μορφο-, ονοματο-, σημασιο-, φωνο-λογία.|| Eργαστήριο/τομέας ~ας (: σε πανεπιστήμια). ● ΣΥΜΠΛ.: γενική/θεωρητική γλωσσολογία: κλάδος που έχει ως αντικείμενο θεωρητικά ζητήματα για τη δομή και τις λειτουργίες της γλώσσας καθώς και τη διατύπωση γενικών αρχών για τη μελέτη όλων των γλωσσών., εκπαιδευτική γλωσσολογία: διεπιστημονικός κλάδος που μελετά την εφαρμογή των ερευνητικών εργαλείων της γλωσσολογίας και άλλων κλάδων των κοινωνικών επιστημών σε εκπαιδευτικά περιβάλλοντα., εφαρμοσμένη γλωσσολογία: εφαρμογή μεθόδων και πορισμάτων της θεωρητικής γλωσσολογίας στην επίλυση πρακτικών προβλημάτων σε διάφορους τομείς, όπως στον τομέα της διδασκαλίας της γλώσσας στην εκπαίδευση. [< αγγλ. applied linguistics] , λειτουργική γλωσσολογία: θεωρία που συλλαμβάνει την έννοια της γλώσσας ως όργανο κοινωνικής αλληλεπίδρασης μεταξύ των ανθρώπων και εξετάζει τις επικοινωνιακές λειτουργίες που επιτελούν τα διάφορα γλωσσικά στοιχεία. Βλ. λειτουργισμός. [< γαλλ. linguistique fonctionnelle] , υπολογιστική γλωσσολογία: διεπιστημονικός κλάδος που επιχειρεί την ανάλυση της ανθρώπινης γλώσσας (επισημείωση κειμένων, δημιουργία σωμάτων κειμένων, αυτόματη μετάφραση) με τη χρήση υπολογιστών. Βλ. γλωσσική τεχνολογία. [< αγγλ. computational linguistics, 1964] , ιστορικοσυγκριτική γλωσσολογία βλ. ιστορικοσυγκριτικός [< πβ. μτγν. γλωσσολογία ‘φλυαρία’, γαλλ. linguistique, αγγλ. linguistics]

ιμέιλ

ιμέιλ [ἰμέιλ] ι-μέ-ιλ ουσ. (ουδ.) {άκλ.} & μέιλ & e-mail & email ΔΙΑΔΙΚΤ. 1. ηλεκτρονικό μήνυμα και γενικότ. ηλεκτρονική αλληλογραφία: Έχω/πήρα ~.|| Eπικοινωνούμε μέσω ~. Βλ. σπαμ. 2. (ειδικότ.) διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου: Ποιο είναι το ~ σου; Βλ. ατ. [< αμερικ. e-mail, 1982, γαλλ. ~ 1994]

όραση

όραση [ὅραση] ό-ρα-ση ουσ. (θηλ.) 1. μία από τις πέντε βασικές αισθήσεις με την οποία τα αντικείμενα του εξωτερικού περιβάλλοντος γίνονται αντιληπτά μέσω του φωτός που εκπέμπουν ή ανακλούν και το οποίο ενεργοποιεί τον αμφιβληστροειδή χιτώνα: (ΙΑΤΡ.) έγχρωμη/κεντρική/νυχτερινή/πανοραμική/περιφερική/στερεοσκοπική/υπέρυθρη ~. Αδύνατη/ελαττωματική/θαμπή/θολή/κοντινή/μακρινή/μειωμένη/μερική/οξεία/περιορισμένη/τυφλή/φυσιολογική/χαμηλή ~. Απώλεια/βοηθήματα/διαταραχές/έλλειψη/επιδείνωση/παθήσεις (πβ. αμετρωπία)/προβλήματα ~ης. Γωνία/πεδίο ~ης. Γυαλιά/φακοί ~ης. Βελτίωση της ~ης και της οπτικής οξύτητας. Το μάτι είναι το όργανο της ~ης.|| (μτφ.) Η πνευματική ~ του νου (βλ. ενόραση).|| (στον πληθ.-κυρ. σε θρησκευτικά κείμενα:) Οράσεις (: οράματα) και αποκαλύψεις. ΑΝΤ. τυφλότητα 2. ΠΛΗΡΟΦ. κλάδος της τεχνητής νοημοσύνης και της ρομποτικής που ασχολείται με την υπολογιστική επεξεργασία εικόνων του φυσικού κόσμου: μηχανική/ψηφιακή ~. ● ΣΥΜΠΛ.: διπλή όραση: ΙΑΤΡ. διπλωπία., υπολογιστική όραση: ΠΛΗΡΟΦ. επιστημονικός κλάδος που ασχολείται με τη δημιουργία μηχανών οι οποίες μπορούν να επεξεργάζονται πραγματικές εικόνες και να ανακτούν τις απαραίτητες πληροφορίες για την επίλυση ενός προβλήματος. Βλ. τεχνητή νοημοσύνη. [< αγγλ. computer vision] , διόφθαλμη όραση βλ. διόφθαλμος [< 1: αρχ. ὅρασις, γαλλ. vue, vision]

τομογραφία

τομογραφία το-μο-γρα-φί-α ουσ. (θηλ.) 1. ΙΑΤΡ. μέθοδος διάγνωσης ασθενειών που γίνεται με την τρισδιάστατη απεικόνιση μιας τομής σε όργανο ή ιστό του ανθρώπινου σώματος με τη χρήση ακτίνων Χ ή υπερήχων: συσκευές ~ας. Βλ. -γραφία, υπερηχο~. 2. ΙΑΤΡ. (συνεκδ.) ακτινογραφία που γίνεται με την παραπάνω μέθοδο: ~ θώρακα/καρδιάς. Λήψη ~ών. 3. ΓΕΩΦ. τεχνική τρισδιάστατης απεικόνισης του υπεδάφους με την παρατήρηση και αποτύπωση των διαφορών κατά τη διέλευση ενεργειακών κυμάτων μέσα από διαφορετικά επίπεδα: (γεω)ηλεκτρική/σεισμική ~. ● ΣΥΜΠΛ.: αξονική/υπολογιστική τομογραφία & (προφ.) αξονική: ΙΑΤΡ. εξέταση ακτίνων Χ με την οποία απεικονίζεται το ανθρώπινο σώμα σε εγκάρσιες τομές με τη βοήθεια ηλεκτρονικού υπολογιστή: ελικοειδής/σπειροειδής ~ ~. ~ ~ εγκεφάλου/πνευμόνων/τραχήλου. [< αγγλ. computed tomography, 1974, computerized axial tomography] , μαγνητική τομογραφία & (σπάν.) απεικόνιση μαγνητικού συντονισμού: ΙΑΤΡ. μέθοδος απεικόνισης και διάγνωσης στην οποία χρησιμοποιούνται ισχυρά μαγνητικά πεδία και μη ιονίζουσα ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία, προκειμένου με την ανάλυση σε υπολογιστή να δημιουργηθούν λεπτομερείς εικόνες ιστών ή οργάνων του σώματος· συνεκδ. η πλάκα όπου γίνεται η απεικόνιση. [< αγγλ. magnetic resonance imaging, 1977] , τομογραφία εκπομπής ποζιτρονίων βλ. ποζιτρόνιο [< μεσν. τομογραφία 'συγγραφή συνοδικού τόμου', γαλλ. tomographie, περ. 1930, αγγλ. tomography, 1935]

φύλλο

φύλλο φύλ-λο ουσ. (ουδ.) 1. ΒΟΤ. {συνήθ. στον πληθ.} καθένα από τα λεπτά, πεπλατυσμένα, μεμβρανώδη και συνήθ. πράσινα μέρη που εκφύονται στον βλαστό ή τα κλαδιά των φυτών και των δέντρων, το οποίο αποτελεί βασικό όργανο της φωτοσύνθεσης, της διαπνοής και της αναπνοής: απολιθωμένα/βελονοειδή/κίτρινα/μαραμένα/ξερά/οδοντωτά/πεσμένα/σαρκώδη/σκληρά/σχιστά/χλωρά ~α. ~α δάφνης/ελιάς/καπνού/κάππαρης. Τα μέρη/νεύρα του ~ου. Το θρόισμα των ~ων. Δέντρα που ρίχνουν τα ~α τους τον χειμώνα (= φυλλοβόλα). Πέφτουν τα ~α. Η ροδιά άρχισε να βγάζει ~α. Βλ. παράφυλλα, φύλλωμα.|| Σαλάτα με ~α ρόκας.|| Τρέμω σαν το ~ (: από τον φόβο ή το κρύο). 2. ΒΟΤ. {συνήθ. στον πληθ.} πέταλο: τα ροζ ~α του τριαντάφυλλου. Πβ. σέπαλο. 3. (κατ' επέκτ.) οτιδήποτε μοιάζει με φύλλο δέντρου: ακρυλικά/ξύλινα/πλαστικά/πολυκαρβονικά/χαλύβδινα ~α. ~α αλουμινίου/αμιάντου/γυαλιού/ζελατίνης/καπλαμά. Στεφάνι από ~α χρυσού.|| Φούστα με ~α (: κομμάτια υφάσματος ραμμένα μαζί). 4. εφημερίδα: απογευματινό/ημερήσιο/κυριακάτικο/πρωινό/σημερινό ~. ~ της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως. Αριθμός ~ου. Έκδοση/κυκλοφορία του ~ου. Αρχείο ~ων. Βλ. τεύχος. 5. ορθογώνιο συνήθ. κομμάτι χαρτιού: άκοπα/ανταλλακτικά/τυπογραφικά ~α. ~α εκτύπωσης/ντοσιέ/σημειώσεων. Τα ~α του βιβλίου/τετραδίου. Διπλώνω/κόβω/σκίζω/τσαλακώνω ένα ~. Γράψτε το όνομά σας σε ένα ~. Μπλοκ ριγέ πενήντα ~ων.|| Το γύρισε το ~ (: άλλαξε τακτική). Πβ. σελίδα. Βλ. εξώ-, οπισθό-, παρά-φυλλο. ΣΥΝ. κόλλα (2) 6. επίσημο συνήθ. έγγραφο που έχει συγκεκριμένο περιεχόμενο ή εξυπηρετεί ορισμένο σκοπό: ενημερωτικό/συμπληρωματικό ~. ~ αδείας/αξιολόγησης (εκπαιδευτικού/μαθητή)/ασκήσεων/ελέγχου/καταχώρησης (αποδείξεων)/μισθοδοσίας/υπολογισμού (αξίας ακινήτου). Φυλάξτε το ~ οδηγιών χρήσης (πβ. μπροσούρα, προσπέκτους). Πβ. φυλλάδιο. 7. ΜΑΓΕΙΡ. πλατύ στρώμα ζύμης, κατάλληλο κυρ. για πίτες και γλυκίσματα: έτοιμο/λεπτό/παραδοσιακό/τραγανό/χωριάτικο ~. ~ κουρού/σφολιάτας. Πολύ λεπτό ~ ζύμης για μπακλαβά. Ανοίγω ~. Απλώνουμε το ~ σε βουτυρωμένο ταψί. 8. τραπουλόχαρτο: Ανακατεύω τα ~α. Παίρνω/πετάω/ρίχνω/τραβάω ένα ~.|| Ποιος κάνει ~α (: μοιράζει); Έχω κακό/καλό ~ (: συνδυασμό χαρτιών· πβ. χέρι). ΣΥΝ. χαρτί (4) 9. κινητό τμήμα παραθύρου, πόρτας ή επίπλου: αναδιπλούμενα ~α. Τα ~α της ντουλάπας. Βλ. (παρα)θυρόφυλλο. ● Υποκ.: φυλλαράκι (το): κυρ. στη σημ. 1. ● ΣΥΜΠΛ.: κινητά φύλλα: άδετες κόλλες χαρτιού: Βιβλία/κώδικες που τηρούνται σε ~ ~. Βλ. δελτίο, καρτέλα., κίτρινο φύλλο αγώνα: ΑΘΛ. (στο μπάσκετ) αντίγραφο του φύλλου αγώνα που παίρνει η ομάδα που χάνει· συνεκδ. ήττα., ροζ φύλλο αγώνα: ΑΘΛ. (στο μπάσκετ) αντίγραφο του φύλλου αγώνα που παίρνει η νικήτρια ομάδα· συνεκδ. νίκη., υπολογιστικό/λογιστικό φύλλο: ΠΛΗΡΟΦ. λογισμικό που χρησιμοποιείται κυρ. για αριθμητικούς υπολογισμούς, στο οποίο τα δεδομένα οργανώνονται σε στήλες και κελιά: επεξεργασία ~ών ~ων. [< αγγλ. spreadsheet, 1981] , φύλλο αγώνα & (λόγ.) αγώνος (επίσ.): ΑΘΛ. (στα ομαδικά αθλήματα) επίσημο έγγραφο στο οποίο καταγράφονται πληροφορίες σχετικές με συγκεκριμένο αγώνα και όλα τα συμβάντα που λαμβάνουν χώρα κατά τη διάρκειά του και αμέσως μετά τη λήξη του: Το ~ ~ καίει τους γηπεδούχους (: είναι ιδιαίτερα επιβαρυντικό γι' αυτούς)., φύλλο εργασίας 1. ΠΛΗΡΟΦ. λογιστικό φύλλο. 2. κομμάτι χαρτιού συνήθ. με ασκήσεις, ερωτήσεις: ~ ~ στη Χημεία. [< 2: αγγλ. worksheet, 1930] , ωραίο φύλλο: ΒΟΤ. κολεός., φύλλο κρούστας βλ. κρούστα, φύλλο πορείας βλ. πορεία, φύλλο συκής βλ. συκή ● ΦΡ.: ούτε ένα πράσινο φύλλο (μτφ.-προφ.): απολύτως τίποτα: Δεν μου έφερε ~ ~ από το ταξίδι του., φύλλο (και) φτερό (μτφ.-προφ.): για να δηλωθεί εξονυχιστικός έλεγχος ή διάλυση, ολοκληρωτική καταστροφή: Έκαναν ~ ~ το σπίτι του, για να βρουν ενοχοποιητικά στοιχεία.|| Με το που άνοιξα το βιβλίο, έγινε ~ ~., δεν κουνάει/κουνιέται φύλλο βλ. κουνώ, δίνω φύλλο πορείας (σε κάποιον) βλ. δίνω [< 1,2: αρχ. φύλλον, γαλλ. feuille 2: μεσν. ~. 7: πβ. αγγλ. phyllo & filo, 1950 8: ιταλ. carte]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.